Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασταθής -ής -ές [astaθís] Ε10 : που δεν είναι σταθερός. 1. που παρουσιάζει διαταραχή στην ισορροπία του. ANT ευσταθής: Tο βάδισμά του είναι ασταθές. Είναι ~, έχει ασταθές βάδισμα. || (φυσ.): ~ ισορροπία, η κατάσταση ενός σώματος που, όταν απομακρυνθεί από τη θέση του, δεν μπορεί να επανέλθει μόνο του στην αρχική θέση ισορροπίας. 2. που μεταβάλλεται εύκολα, που υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές ή διακυμάνσεις: Είναι ~ χαρακτήρας, άστατος1. ~ θερμοκρασία / καιρός, άστατος2. H πορεία της οικονομίας είναι ~. Aσταθές νόμισμα, που δεν έχει σταθερή ισοτιμία.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσταθής `όχι σταθερός΄· 2: σημδ. γαλλ. inconstant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασταθής, -ής, -ές [astaθís] (L)
- ① unstable, unsteady, shaky, faltering (ant ευσταθής, σταθερός):
- ~βάρκα, ζυγαριά, ισορροπία, πορεία, στάση |
- ασταθές έδαφος |
- ασταθές πλοίο ship out of trim |
- περιοχές ασταθείς από σεισμική άποψη |
- ο κορμός υψώνεται τρεμάμενος, ~, έτοιμος να πέσει (Kazantz) |
- δεν μπορώ να φανταστώ καταστρεπτικότερη πολιτική για την Kύπρο από το να την παραδώσουμε σε μιαν ασταθή, αν και φιλική, δύναμη (Christidis) |
- το βήμα του M. B. έγινε ασταθέστερο (Athanasiadis-N) |
- poem τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, | διπλωμένος με το ντουφέκι μου παγωμένος και ~(Vrettakos)
- ② unstable, changeable, variable, volatile, fickle (syn άσταθος, άστατος2, ευμετάβλητος, μεταβλητός):
- ~άνεμος, καιρός, χαρακτήρας |
- ~αγορά, ατμόσφαιρα |
- ασταθές κλίμα, περιβάλλον |
- πνευματικά ~εποχή |
- ασταθές παρόν και αβέβαιο μέλλον |
- οι ασταθείς εκλογείς ίσως αλλάξουν τις διαθέσεις τους |
- τα παραδείγματα δείχνουν καθαρά πόσο ~και αβέβαιη είναι η ηθική ζωή κλ (Papanoutsos) |
- η συμπεριφορά που αποκτήθηκε χωρίς τη βοήθεια λεκτικών συνειρμών είναι σχετικά ~(Geros) |
- ποτέ άλλοτε δεν έγινε συνειδητό όσο σήμερα ότι οι αξίες στον κόσμο της τέχνης είναι ασταθείς (Thrylos)
[fr kath ασταθής ← K (LXX; etc)]
- ① unstable, unsteady, shaky, faltering (ant ευσταθής, σταθερός):