Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστίλβωτος -η -ο [astílvotos] Ε5 : που δεν τον έχουν στιλβώσει.
[λόγ. α- 1 στιλβω- (δες στιλβώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστίλβωτος, -η, -ο [astílvotos] (L)
- unpolished (syn αγυάλιστος 1, αλουστράριστος):
- αστίλβωτα παπούτσια
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστίλβωτος, cpd w. *στιλβωτός (: στιλβώ)]
- unpolished (syn αγυάλιστος 1, αλουστράριστος):