Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστή [astí] η, (L)
- townswoman, bourgeoise (syn πολίτισσα, ant αρχόντισσα, χωριάτισσα):
- η φορεσιά της, συνηθισμένη στις Aθηναίες αστές, φανερώνει πως είναι μέλος της οικογένειας της νεκρής (Karouzos) |
- η αρχαία ~ έμενε κλεισμένη σπίτι της (ChZalokostas) |
- in adj function είδα την αγροτική ζωή με την αισθηματική διάθεση μιας αστής δεσποινίδας (Ouranis)
[fr kath αστή ← K (also pap), AG, f of ἀστός]
- townswoman, bourgeoise (syn πολίτισσα, ant αρχόντισσα, χωριάτισσα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστήθι s. στήθος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστήθιαστος, -η, -ο [astíθjastos]
- lacking developed breasts, w. undeveloped breasts (syn άβυζος, αβύζωτος, άστηθος):
- έν' αστήθιαστο κοράσι κίνησε ξάφνου το τραγούδι (Prevelakis) |
- poem και μια μικρή κοπέλα αστήθιαστη, λαχανιασμένη εστάθη | στην άκρα του αλωνιού κλ (Kazantz Od 6.345)
[cpd w. *στηθιαστός (: στήθος)]
- lacking developed breasts, w. undeveloped breasts (syn άβυζος, αβύζωτος, άστηθος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστηθος, -η, -ο [ástiθos] s. αστήθιαστος
- :
- άστηθο κορίτσι
[cpd w. στήθος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστηλίτευτος -η -ο [astilíteftos] Ε5 : που δεν τον έχουν στηλιτεύσει, που δεν τον έχουν επικρίνει δημόσια.
[λόγ. α- 1 στηλιτεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστηλίτευτος, -η, -ο [astilíteftos] (L)
- uncriticized, unstigmatized (syn αστιγμάτιστος):
- αστηλίτευτη συμπεριφορά
[fr kath αστηλίτευτος ← MG, PatrG (ἀστηλίτευτος 'without memorial' Palladius, 5th c.), cpd w. στηλιτευτός as shown by PatrG der στηλιτευτ-ικός 'denunciatory' der of στηλιτεύω]
- uncriticized, unstigmatized (syn αστιγμάτιστος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αστήρ ο· αστέρας.
-
- 1) Άστρο:
- Ήλιε, φεγγάρι και Πουλιά κι αστέρες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 17711)·
- (προκ. για διάττοντα αστέρα):
- εβρέχανε οι σαϊτιές κι έρχουντα σαν αστέρες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51618)·
- (μεταφ.):
- Bλέπετε … τους αστέρας εκείνους, τους Έλληνας (Διγ. Esc. 712 χφ κριτ. υπ.)·
- (σε πληθ. προκ. για τα μάτια):
- (Kυπρ. ερωτ. 233)·
- εκφρ. αυγερινός αστέρας, αστέρας της αυγής = ο Αυγερινός:
- (Aπόκοπ. 92), (Iστ. πατρ. 2024)·
- φρ. βλέπω αστέρας = προκ. για ζάλη:
- (Προδρ. II 92).
- 2) (Στον πληθ.) ως ουράνιες δυνάμεις που επηρεάζουν τη ζωή του ανθρώπου·
- φρ. αλμέγω τους αστέρας, βλ. αρμέγω 2.
- 3) (Προκ. για ζώο) στίγμα σε σχήμα άστρου:
- ομπρός εις το μετώπιν του χρυσόν αστέραν είχεν (ενν. το φαρίν) (Διγ. Esc. 11).
- 4) (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος, ο αστερίσκος:
- Περί λειτουργίας γινομένης και χυθούν τα άγια ή του πέσει ο αστήρ (Bακτ. αρχιερ. 163).
[αρχ. ουσ. αστήρ. O τ. και σήμ.]
- 1) Άστρο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστήρ s. αστέρας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστήρικτος -η -ο [astíriktos] & αστήριχτος -η -ο [astírixtos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν στηρίξει ή που δεν έχει στήριγμα. 2. (μτφ.) για τον οποίο δεν υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα στα οποία θα μπορούσαν να στηριχτούν αδιάσειστα επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι είναι αληθινός: Aστήρικτες κατηγορίες. Aστήρικτοι ισχυρισμοί / φόβοι.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστήρικτος `ασταθής΄· 2: σημδ. γαλλ. insoutenable· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστήριχτα [astírixta] adv (& αστήρικτα)
- groundlessly, baselessly, unsupportedly:
- το κεφάλι .. δεν είναι ξένο ή νεώτερο, όπως ~έχει υποτεθεί (Karouzou) |
- δεν άφηνε καμιά στιγμή το κριτήριό του να ευρύνει ~ κι αβασάνιστα το κέντρο και την ακτίνα του λόγου του (Diomatari)
[der of αστήριχτος2]
- groundlessly, baselessly, unsupportedly: