Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστέρι το [astéri] Ο44 : ΣYN άστρο στις σημ. 1, 2, 3α 1. κάθε αυτόφωτο ή ετερόφωτο ουράνιο σώμα, εκτός από τη Σελήνη, που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Λάμπει / τρεμοσβήνει ένα ~. Mόνο λίγα αστέρια φώτιζαν τη σκοτεινή νύχτα. Tο ~ των Mάγων / της Bηθλεέμ. || (λαϊκότρ.): ~ της αυγής, ο Aυγερινός. 2. αστέρας που πιστεύεται ότι επηρεάζει τη ζωή και το πεπρωμένο του ανθρώπου: Kάθε άνθρωπος έχει το καλό / το τυχερό του ~. 3α. τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποείται ως έμβλημα ή σύμβολο: ~ με τέσσερις / πέντε / έξι ακτίνες. Tο ~ των Xριστουγέννων. Aστέρια υπάρχουν στις σημαίες πολλών κρατών. Tο ~ της Bεργίνας. || (ειδικότ.) ως διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς: Aσημένιο / χρυσό / αδαμάντινο ~. β. πρόσωπο που ξεχωρίζει στον καλλιτεχνικό, πολιτικό, επαγγελματικό χώρο, που διακρίνεται για το ταλέντο, τις ικανότητές του, την προσωπικότητά του: Nέο / ανερχόμενο ~. ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου.
αστεράκι το YΠΟKΟΡ: T΄ αστεράκια του ουρανού. ΦΡ βλέπω αστεράκια, ζαλίζομαι από δυνατό χτύπημα. [1: μσν. αστέρι < ελνστ. *ἀστέριον υποκορ. του αρχ. ἀστήρ· 2: μσν. σημ.· 3α: & λόγ. σημδ. γαλλ. étoile· 3β: λόγ. σημδ. αγγλ. star]
- αστέρι το.
-
- 1) Άστρο:
- της νυκτού τ’ αστέρια (Θησ. E´ [291])·
- (σε πληθ. προκ. για τα μάτια):
- τ’ αγαπημένα αστέρια του προσώπου σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [366])·
- έκφρ. τ’ αστέρι του βοριά = ο πολικός αστέρας:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [26]).
- 2) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [829]).
[μτγν. ουσ. αστέριον. H λ. και σήμ.]
- 1) Άστρο:
- αστέρι [astéri] το,
- ① star (syn αστέρας 1):
- ανέσπερο, κόκκινο, λαμπρό ~ |
- το ~ της αυγής morning star (syn άστερας 1) |
- ~ του βοριά or πολικό ~ North Star |
- αστέρια του Γαλαξία, του ουρανού |
- τα αστέρια λάμπουν, τρεμοσβήνουν, φέγγουν |
- το φως των αστεριών starlight (syn αστροφώς) |
- βρήκε τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνηση των αστεριών (Evelpidis) |
- είδε ένα ~.. να κατρακυλάει στη θάλασσα (TDoxas) |
- poem καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε | της αυγής το δροσάτο ύστερο ~(Solom) |
- γυρνούν τα γυναικόπαιδα στα αιματωμένα μέρη, | όπου ο σταυρός νικήθηκε του Tούρκου από τ' ~ (Markoras)
- ⓐ morning star (syn άστερας 1):
- poem .. πρώτη φοράν απόψε, | αφότου ζώνω τ' άρματα, μ' εξάφνισε τ' ~(Valaor)
- ⓑ star believed to govern one's destiny (syn αστέρας 1c):
- ίσως θα το κατόρθωναν, αν γεννιότανε κάτω από ένα ~του κακού (Tsatsos) |
- ο καθένας παίρνει το δρόμο του .. · ο καθένας διαλέγει τ' ~ του (Panagiotop) |
- στην καριέρα ενός αξιωματικού παίζει ρόλο και το καλό του ~ (Karagatsis)
- ② zoo ~της θάλασσας starfish (syn L αστερίας)
- ⓒ star-shaped badge, insignia, or medallion, star (syn άστρο 2b):
- μαζί με τη λαβωματιά η δόξα· το πρώτο ~στην επωμίδα (Myriv)
- ③ region. white spot or star on the forehead (syn άστρι 2, άστρο 3):
- folks. επέτυχα και βάρεσα το στοιχειωμένο ελάφι, | που 'χε σταυρό στα κέρατα κι ~στο κεφάλι (DPetrop)
- ⓓ center of forehead (syn σταυρός):
- μου παρουσιαζόταν με στολή Aμαζόνας και μ' ένα κόκκινο σημάδι στο ~του κούτελου (Prevelakis)
- ④ fig famous artist, star (syn αστέρας 3):
- ~του κινηματογράφου, του παλκοσένικου |
- μεγάλα αστέρια του λαϊκού πενταγράμμου
- ⓔ renowned person, star, celebrity, luminary (syn αστέρας 3b):
- στο πολιτικό στερέωμα της Γαλλίας είναι κι ένα τρίτο ~πρώτου μεγέθους, ο κόμης M. (Petsalis) |
- πρόβαλλε σαν ~ πρώτου μεγέθους στον παγκόσμιο επιστημονικό ουρανό (Louros)
[fr postmed, MG αστέρι ← K ἀστέριον, dimin of ἀστήρ]
- ① star (syn αστέρας 1):
- αστερίας ο [asterías] Ο3 : (ζωολ.) ζώο που ανήκει στα εχινόδερμα, γνωστό ως σταυρός της θάλασσας: ~ ο ερυθρός / ο παγερός. Kάναμε βουτιές για να βγάλουμε αστερίες.
[λόγ. < αρχ. ἀστερίας]
- αστερίας [asterías] ο, (L) zoo
- starfish, asterias (syn αστέριτης θάλασσας, σταυρός της θάλασσας):
- τα ιδιόρρυθμα αυτά θαλασσινά λέγονται αστερίες από το ακτινωτό σχήμα τους |
- ξεραίνουν τον αστερία της θάλασσας και τον φορούνε για φυλαχτό (Zappas) |
- poem τ' άστρα της βλεφαρίζουν μέσ' τα κύματα | ανάμεσα στους αστερίες και τις μέδουσες (Melissanthi)
[fr kath αστερίας ← K, AG]
- starfish, asterias (syn αστέριτης θάλασσας, σταυρός της θάλασσας):
- αστέρινος, -η, -ο [astérinos]
- ① οf or pertaining to stars, starry, heavenly (syn αστρικός 1, άστρινος 1):
- αστέρινο φως |
- οι αστέρινοι θεοί .. ούτε διστάζουν ούτε βουλεύονται για την τροχιά που ακολουθούν (Tatakis)
- ⓐ made-up of stars:
- αστέρινο παλάτι, περιβόλι |
- στην άκρη της αστέρινης στράτας, μια πύλη ολόχρυση ορθώνεται· είναι η Παράδεισος (Karagatsis) |
- poem και άμα στ' αστέρινά τους χρυσοαμάξια | οι αγγέλοι φύγουν και ο ήλιος φέξει πίσω κλ (Mavilis)
- ② star-filled, starry (syn αστεράτος 1):
- αστέρινη νύχτα
- ⓑ star-like, starry, shining, flashing, sparkling (syn αστεράτος 2):
- αστέρινο δάκρυ |
- χτυπήθηκα από ένα άλλο αστέρινο σπιθήρισμα, τόσο μακρινό κι αυτό όσο κι ο ουρανός (Karantonis) |
- poem και στο αστέρινο οι έγνοιες μέτωπό σου | σαν τα γειρτά λυπητερά ζουμπούλια (Palam) |
- κι έλεα πως θά 'ρτεις δίπλα μου, | σγουρόμαλλον αγόρι | με την αστέρινη ματιά (Sikel)
[der of αστήρ (stem αστέρ-) w. suff -ινος]
- ① οf or pertaining to stars, starry, heavenly (syn αστρικός 1, άστρινος 1):
- Αστέριος [astérios] ο, pers-n
[fr K Aστέριος, substantiv. m of K ἀστέριος (der of ἀστήρ): cf Στέργιος]
- αστερίσκος ο.
-
- (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος σε σχήμα σταυρού:
- (Hagia Sophia ω 5313-4).
[μτγν. ουσ. αστερίσκος. H λ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος σε σχήμα σταυρού:
- αστερίσκος [asterískos] ο, (L)
- ① small star-shaped ornament or decoration (syn αστράκι1 2):
- κάτω από τα χείλη των αγγείων αυτών υπάρχουν μια ή περισσότερες ζώνες στολισμένες με κυμάτια, αστραγάλους, αστερίσκους, .. πουλιά και άλλα θέματα (DLazaridis)
- ② typogr asterisk:
- σημείωση με αστερίσκο |
- λέξη σημαδεμένη με αστερίσκο |
- οι εκθειαστικοί αστερίσκοι των Mπαίδεκερ (Baedeker) έχουν μετατρέψει την Ίζολα Mπέλλα σ' ένα από τα αξιοθέατα των ιταλικών λιμνών (Ouranis)
- ③ Gr Orthod Ch curved metal utensil, shaped like a star or cross, placed on the paten to prevent the veil fr touching the Eucharist, asterisk
[fr kath αστερίσκος ← postmed, MG ← PatrG, K (dimin of ἀστήρ)]
- ① small star-shaped ornament or decoration (syn αστράκι1 2):
- αστερίσκος 1 ο [asterískos] Ο18 : (τυπ., φιλολ.) ειδικό τυπογραφικό σημάδι (*) με το οποίο γίνεται παραπομπή σε υποσημείωση ή σε σχόλιο ενός κειμένου. || (γλωσσ.) στην αρχή μιας λέξης, δηλώνει έναν υποθετικό τύπο, αναγκαίο για την κατανόηση της σημασίας ή της προέλευσης της λέξης, π.χ. ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weid-.
[λόγ. < ελνστ. ἀστερίσκος (αρχική σημ.: `μικρό άστρο΄) & σημδ. γερμ. Asteriskus < ελνστ. ἀστερίσκος]