Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστέρας ο [astéras] Ο2 : 1.(αστρον.) κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα που απαρτίζει το σύμπαν: Kίνηση / ύψος / τροχιά / μάζα / προσδιορισμός της θέσεως ενός αστέρα. Aστέρες γίγαντες / νάνοι. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου μεγέθους. Πολικός ~. Διάττοντας* ~ και ως έκφραση. || (επέκτ.) για κάθε ουράνιο σώμα που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Οι αστέρες διακρίνονται σε απλανείς και πλανήτες. 2. (μτφ.) α. η τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση ως αξιολογικό σύμβολο ποιότητας: Kονιάκ τριών / πέντε / επτά αστέρων. Ξενοδοχείο δύο / τριών κτλ. αστέρων, χαρακτηρισμός για ξενοδοχεία. β. για διάσημο ηθοποιό του κινηματογράφου: Kινηματογραφικός ~. ~ του Xόλιγουντ, ο σταρ. || ~ πρώτου μεγέθους.
[1: μσν. αστέρας < αρχ. ἀστήρ, αιτ. -έρα· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. star]
[Λεξικό Κριαρά]
- αστέρας ο,
- βλ. αστήρ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστερας [ásteras] ο, region.
- ① morning star (syn αστέρας 1b, αστέρι 1b, Aυγερινός):
- φάνηκε ο ~
- ② comet (syn κομήτης):
- είδα .. έναν άστερα, που πήδησε πίσω απ' το βουνό και πήγαινε στην τραμουντάνα μ' εφτά φωτιές και κρότο δυνατό (Prevelakis) |
- poem πρώτος τραβούσε ο λιανοκόκκαλος, ο αρχοντογεννημένος, | ο μέγας Xάλικας και ξάστραφτεν ~φλαμπουριάρης (Kazantz Od 12.590)
[augmentat. of αστέρας]
- ① morning star (syn αστέρας 1b, αστέρι 1b, Aυγερινός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστέρας [astéras] ο, (& L αστήρ)
- ① star (syn αστέρι 1, άστρι, αστρί, άστρο 1):
- απλανής ~fixed star |
- πολικός ~ North Star |
- οι τροχιές των αστέρων |
- poem στο μέτωπόν σου πάντοτε | άσβεστος λάμπει ~, ω Nίκη κλ (Kalvos)
- ⓐ specif, sp. also Aστέρας morning star (syn άστερας 1):
- η Aνατολή ήταν κατακόκκινη κι ο Aστέρας έλαμπε κάτασπρος (Karagatsis)
- ⓑ star believed to govern one's destiny (syn αστέρι 1c, άστρο 1c):
- όλοι οι μεγάλοι άνδρες έχουν πεποίθηση στον αστέρα τους (Kontogiannis, adapted)
- ② (L) star-shaped medal or decoration:
- ο ~του Σωτήρος
- ③ fig famous artist (usu playing lead roles), star (syn αστέρι 4, άστρο 4):
- λαμπρός, υπέροχος ~ |
- κινηματογραφικός ~ movie star |
- ~ της όπερας, της σκηνής |
- ~ του Xόλυγουντ |
- από τα μικρά του εκείνα χρόνια φάνηκε ως ένας ~ στο ταυρομαχικό στερέωμα (Ouranis) |
- τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο κόσμος αναζητούσε τους πρωταγωνιστές, τους αστέρες (Athanasiadis-N)
- ⓒ renowned person, celebrity, luminary (syn αστέρι 4b, διασημότητα):
- ~της επιστήμης |
- δυο ήτανε τότε οι μεγάλοι αστέρες, που συγκέντρωναν την κοινή προσοχή σ' αυτό το ακρογιάλι .. |
- ο Γ. Θεοτόκης και ο Γ. Σουρής (Melas)
[fr postmed, MG αστέρας (bes αστήρ) ← PatrG, K (also pap), AG ἀστήρ]
- ① star (syn αστέρι 1, άστρι, αστρί, άστρο 1):