Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αστέρα η.
-
- Πόνος στην περιοχή της κοιλιάς:
- (Ιατροσόφ. 9319).
[<ουσ. υστέρα πιθ. με παρετυμ. επίδρ. του αστέρας. Η λ. (βλ. LBG) και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γαστέρα, Andr., λ. υστέρα)]
- Πόνος στην περιοχή της κοιλιάς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστέρα s. γαστέρα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεράκι [asteráci] το,
- little star, starlet (syn αστερουδάκι, αστερούδι, αστράκι1 1b):
- φόρμα μπουρνουζέ με αστεράκια |
- η νύχτα ήταν .. στολισμένη μύρια αστεράκια (Karagatsis) |
- λίγα αστεράκια τρεμόφεγγαν στον ουρανό (MSigouros) |
- το μενεξελί σμάλτο σπιθοβολούσε αστεράκια (Tsirkas) |
- το μικρό ~, που σφράγιζε στον πίνακα το τέρμα της παρτίδας, ήρθε να σταθεί δίπλα στο άθροισμα (Koumantareas) |
- poem κάθε άστρο είναι πασίχαρο, | κάθε ~λάμπει (Malakasis)
[dimin of αστέρι]
- little star, starlet (syn αστερουδάκι, αστερούδι, αστράκι1 1b):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστέρας ο [astéras] Ο2 : 1.(αστρον.) κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα που απαρτίζει το σύμπαν: Kίνηση / ύψος / τροχιά / μάζα / προσδιορισμός της θέσεως ενός αστέρα. Aστέρες γίγαντες / νάνοι. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου μεγέθους. Πολικός ~. Διάττοντας* ~ και ως έκφραση. || (επέκτ.) για κάθε ουράνιο σώμα που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Οι αστέρες διακρίνονται σε απλανείς και πλανήτες. 2. (μτφ.) α. η τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση ως αξιολογικό σύμβολο ποιότητας: Kονιάκ τριών / πέντε / επτά αστέρων. Ξενοδοχείο δύο / τριών κτλ. αστέρων, χαρακτηρισμός για ξενοδοχεία. β. για διάσημο ηθοποιό του κινηματογράφου: Kινηματογραφικός ~. ~ του Xόλιγουντ, ο σταρ. || ~ πρώτου μεγέθους.
[1: μσν. αστέρας < αρχ. ἀστήρ, αιτ. -έρα· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. star]
[Λεξικό Κριαρά]
- αστέρας ο,
- βλ. αστήρ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άστερας [ásteras] ο, region.
- ① morning star (syn αστέρας 1b, αστέρι 1b, Aυγερινός):
- φάνηκε ο ~
- ② comet (syn κομήτης):
- είδα .. έναν άστερα, που πήδησε πίσω απ' το βουνό και πήγαινε στην τραμουντάνα μ' εφτά φωτιές και κρότο δυνατό (Prevelakis) |
- poem πρώτος τραβούσε ο λιανοκόκκαλος, ο αρχοντογεννημένος, | ο μέγας Xάλικας και ξάστραφτεν ~φλαμπουριάρης (Kazantz Od 12.590)
[augmentat. of αστέρας]
- ① morning star (syn αστέρας 1b, αστέρι 1b, Aυγερινός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστέρας [astéras] ο, (& L αστήρ)
- ① star (syn αστέρι 1, άστρι, αστρί, άστρο 1):
- απλανής ~fixed star |
- πολικός ~ North Star |
- οι τροχιές των αστέρων |
- poem στο μέτωπόν σου πάντοτε | άσβεστος λάμπει ~, ω Nίκη κλ (Kalvos)
- ⓐ specif, sp. also Aστέρας morning star (syn άστερας 1):
- η Aνατολή ήταν κατακόκκινη κι ο Aστέρας έλαμπε κάτασπρος (Karagatsis)
- ⓑ star believed to govern one's destiny (syn αστέρι 1c, άστρο 1c):
- όλοι οι μεγάλοι άνδρες έχουν πεποίθηση στον αστέρα τους (Kontogiannis, adapted)
- ② (L) star-shaped medal or decoration:
- ο ~του Σωτήρος
- ③ fig famous artist (usu playing lead roles), star (syn αστέρι 4, άστρο 4):
- λαμπρός, υπέροχος ~ |
- κινηματογραφικός ~ movie star |
- ~ της όπερας, της σκηνής |
- ~ του Xόλυγουντ |
- από τα μικρά του εκείνα χρόνια φάνηκε ως ένας ~ στο ταυρομαχικό στερέωμα (Ouranis) |
- τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο κόσμος αναζητούσε τους πρωταγωνιστές, τους αστέρες (Athanasiadis-N)
- ⓒ renowned person, celebrity, luminary (syn αστέρι 4b, διασημότητα):
- ~της επιστήμης |
- δυο ήτανε τότε οι μεγάλοι αστέρες, που συγκέντρωναν την κοινή προσοχή σ' αυτό το ακρογιάλι .. |
- ο Γ. Θεοτόκης και ο Γ. Σουρής (Melas)
[fr postmed, MG αστέρας (bes αστήρ) ← PatrG, K (also pap), AG ἀστήρ]
- ① star (syn αστέρι 1, άστρι, αστρί, άστρο 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αστεράτος, επίθ.
-
- (Προκ. για ζώο) που έχει στο μέτωπο στίγμα σε σχήμα άστρου:
- φαρίν εκαβαλίκευεν φιτυλόν, αστεράτον (Διγ. Z 304).
[<ουσ. αστέρι + κατάλ. ‑άτος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για ζώο) που έχει στο μέτωπο στίγμα σε σχήμα άστρου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεράτος, -η, -ο [asterátos]
- ① star-filled, star-studded, starry (syn αστέρινος 2, αστράτος 1, άστρινος 2, L αστερόεις, έναστρος):
- poem δίνει βιτσιά γοργά στ' αλόγατα κι αυτά πετούν και φεύγουν | προθυμερά, στη γης ανάμεσα και στ' αστεράτα ουράνια (Homer Il 5.769 Kaz-Kakr)
- ② starry, shining, flashing, sparkling (syn αστέρινος 2b, αστράτος 2, αστρικός 3, near-syn λαμπερός):
- φίδι με λέπια αστεράτα (Terzakis) |
- με κοίταζε με το μάτι της εκείνο το αστεράτο, καρφωτά (id.)
- ③ having a white spot or star on the forehead, starred (syn αστρομέτωπος):
- αστεράτο άλογο, γαϊδούρι, πρόβατο |
- η μπάλια η αστεράτη (Christovasilis) |
- ο γάιδαρος τάνυσε τη μουσούδα του .. κι άφησε να τον χαϊδέψει απαλά στ' αστεράτο μέτωπο (Petimezas-L) |
- poem τον αστεράτοταύρο τους θωρούν, το μέγα κανακάρη, | να μπαίνει πρώτος πρώτος στο χορό κλ (Kazantz Od 6.300)
[fr MG αστεράτος, der of αστέρας]
- ① star-filled, star-studded, starry (syn αστέρινος 2, αστράτος 1, άστρινος 2, L αστερόεις, έναστρος):