Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστέγνωτος -η -ο [astéγnotos] Ε5 : που δεν έχει στεγνώσει, που είναι νωπός1β.
[α- 1 στεγνώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστέγνωτος, -η, -ο [astéγnotos]
- undried or incapable of being dried (near-syn αστράγγιστος, βρεγμένος, υγρός, ant στεγνός, στεγνωμένος):
- αστέγνωτη πληγή |
- απόμειναν τα ρούχα αστέγνωτα |
- αστέγνωτο χώμα, χωράφι |
- ακόμη αστέγνωτα καθίσματα και τραπεζάκια περίμεναν υπομονετικά τους θαμώνες (Floros)
[cpd w. *στεγνωτός (: στεγνώνω)]
- undried or incapable of being dried (near-syn αστράγγιστος, βρεγμένος, υγρός, ant στεγνός, στεγνωμένος):