Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστάρωμα το [astároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασταρώ νω.
[ασταρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστάρωμα [astároma] το, region.
- ① act or process of sewing a lining (syn φοδράρισμα)
- ② act or process of applying primer or undercoat, priming
[der of ασταρώνω]