Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασσυριολογία η [asiriolojía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της γλώσσας και του πολιτισμού των Aσσυρίων.
[λόγ. < γαλλ. assyriologie < αρχ. Ἀσσυρί(α) -ο- + -logie = -λογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασσυριολογία [asirioloyía] η, (L) (& Aσσυριολογία)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασσυριολογία, der of ασσυριολόγος]