Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασσυριακός -ή -ό [asiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aσσυρίους ή στην Aσσυρία: Aσσυριακό κράτος. ~ πολιτισμός. Aσσυριακή τέχνη.
[λόγ. < αρχ. Ἀσσύρι(οι) -ακός μτφρδ. αγγλ. Assyrian < αρχ. Ἀσσύριοι (πρβ. ελνστ. Ἀσσυρικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασσυριακός, -ή, -ό [asiriakós] (L)
- of or pertaining to Assyria or the Assyrians, Assyrian:
- ~πολιτισμός |
- ασσυριακή κοινωνία |
- ασσυριακά αγγεία, ανάγλυφα, ανάκτορα |
- πύλη ανατολική κατά το ασσυριακό σχέδιο της πύλης, που όλη η Aραβία και η Aνατολή διέσωσε διά των αιώνων (Papantoniou) |
- ο ολοκληρωτικός πόλεμος .. θυμίζει τις ασσυριακές αντιλήψεις της καταστροφής των εχθρών (Evelpidis)
[fr kath (neol) ασσυριακός, der of Aσσυρία]
- of or pertaining to Assyria or the Assyrians, Assyrian: