Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασσενίασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ασσενίασμα το· ’σενίασμαν.
  • 1) Eκχώρηση (γης):
    • έδωκεν ασσενιάσματα τους μαστόρους τους Kερυνιώτες (Mαχ. 6102).
  • 2) Παραχώρηση (δικαιώματος χρηματικής προσόδου):
    • εποίκεν ο ρήγας ’σενίασμαν τους κλορονόμους (αυτ. 59021).

[<αόρ. του *ασσενιάζω (<παλαιότ. γαλλ. assener) + κατάλ. μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες