Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπόνδυλος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπόνδυλος -η -ο [aspónδilos] Ε5 : 1.(ζωολ.) που δεν έχει σπονδυλική στήλη. || (ως ουσ.) τα ασπόνδυλα, παλαιότερη υποδιαίρεση του ζωικού βασιλείου σε αντιδιαστολή προς τα σπονδυλωτά: Tα πρωτόζωα, τα μαλάκια και τα έντομα ανήκουν στα ασπόνδυλα. 2. (μτφ., χλευ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου αναξιοπρεπή και δουλοπρεπή.

[λόγ. α- 1 σπόνδυλ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. invertébré]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπόνδυλος, -η, -ο [aspόn∂ilos] (L)
  • ① zoo lacking a backbone or spinal column, invertebrate (ant σπονδυλωτός):
    • ασπόνδυλα ζώα
  • ② fig lacking in structure, disorganized, invertebrate (near-syn ανοργάνωτος 1):
    • ασπόνδυλη διατύπωση |
    • μια ασπόνδυλη φάλαγγα, που σκόρπιζε στις άκρες του δρόμου απ' το παραμικρό βουητό (TAthanasiadis) |
    • απ' αυτήν την ασπόνδυλη απλωσιά .. έλειπαν τα όρια (Papanoutsos) |
    • η απουσία του Oδυσσέα .. έκαμε ασπόνδυλη τη δημόσια ζωή του βασιλείου (Maronitis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασπόνδυλος, cpd w. σπόνδυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες