Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπρόχωμα το [aspróxoma] Ο49 : χώμα με προσμείξεις από άργιλο και ασβέστη.
[ασπρο- + χώμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρόχωμα [asprόxoma] το,
- soil containing white clay, white soil, white clay, specif cimolite (syn ασπριά 2):
- η γη της [Kιμώλου] είναι ~και καλή διά πλύσιμο και την ονομάζουν κιμωλία (Demetrieis) |
- το κάθε γομάρι τ' ~ ή ο ασβέστης, είκοσι παράδες (Prevelakis) |
- το λεωφορείο μας διασχίζει ασπροχώματα, άγονα εδάφη (Floros) |
- βλέπω .. επάνω σε προσηλιακά ασπροχώματα πλήθος νέες αμπελοφυτείες (id.)
[cpd w. χώμα]
- soil containing white clay, white soil, white clay, specif cimolite (syn ασπριά 2):