Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρόμαυρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρόμαυρος -η -ο [asprómavros] Ε5 : 1.για συνδυασμό άσπρου και μαύρου χρώματος: Φοράει ένα ασπρόμαυρο φόρεμα. || (ως ουσ.) το ασπρόμαυρο, ο συνδυασμός άσπρου και μαύρου: Έβγαλε τα ολόμαυρα και φόρεσε τα ασπρόμαυρα, για ρούχα. || ANT έγχρωμος: Aσπρόμαυρη ταινία / φωτογραφία. Aσπρόμαυρη τηλεόραση. 2. που έχει το χρώμα που δίνει η ανάμειξη άσπρου και μαύρου. || (ως ουσ.) το ασπρόμαυρο, το ασπρόμαυρο χρώμα.

[μσν. *ασπρόμαυρος (πρβ. μσν. ασπρομαυρίζω) < ασπρο- + μαύρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρόμαυρος, -η, -ο [asprόmavros]
  • ① black-and-white (syn μαυρόασπρος):
    • ~κινηματογράφος |
    • ασπρόμαυρη γάτα, επένδυση, στολή |
    • ασπρόμαυρη ταινία, τηλεόραση, φωτογραφία |
    • ασπρόμαυρο μωσαϊκό, πλακάκι, σχέδιο |
    • φορούσε και μιαν όμορφη φαρδιά ζακέτα με μεγάλα ασπρόμαυρα τετράγωνα (EKazantz) |
    • ένα πρώτο χελιδόνι .. χάραξε ασπρόμαυρες και γλιστερές καμπύλες στον αέρα (KPolitis) |
    • τσαλακωμένος σαν αλήτης, με ασπρόμαυρα γένεια, ξαναβρέθηκα ελεύθερος (Louros)
  • ② gray (syn γκρίζος, σταχτίς, ψαρίς)

[cpd w. μαύρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες