Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπροπάρι [aspropári] το, (& ασπροπάρης ο & αστραπάρι το) region., orn
- Egyptian vulture, Neophron percnopterus (syn καλιάντζαρης, κουκάλογο):
- ένα ~πέταξε αργά, χύθηκε απότομα στο βάθος (Venezis)
[by syncope fr *ασπροϋπάρι ← *ασπρογυπάρι, this cpd w. MG *γυπάριν ← AG γυπάριον, dimin of γύψ; form αστραπ- by folket fr αστραπή]
- Egyptian vulture, Neophron percnopterus (syn καλιάντζαρης, κουκάλογο):