Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρομάλλης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρομάλλης -α -ικο [aspromális] Ε9 : που έχει άσπρα μαλλιά: Ένας ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ασπρομάλλης: Οι ασπρομάλληδες φαίνονται μεγαλύτεροι στην ηλικία από όσο είναι.

[ασπρο- + -μάλλης]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρομάλλης1 [aspromális] ο,
  • white-haired man, old man:
    • άμε να βρεις τον ασπρομάλλη, ο οποίος θυμάται πόσον αίμα μάς ερούφηξεν ο Aλής (Solom) |
    • άρχισε τότες μια ανεπάντεχη δύναμη να δουλεύει εδώ, .. που τ' όμοιο της μήτε κανένας ~ είχε ποτέ του να θυμηθεί κλ (Plaskovitis) |
    • νέοι και ασπρομάλληδες ακόμη περνούσαν πάνω κάτω στο δρόμο (Skouzes) |
    • poem .. έτρεμε να πάει και να συγχίσει | στη βαριά του αγωνία τον ασπρομάλλη (Markoras)

[fr postmed (Somavera) ασπρομάλλης, substantiv. m of ασπρομάλλης2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρομάλλης2, -α (& -ισσα) [aspromális]
  • ① white-haired, hoary (syn ασπρομάλλικος, ασπρόμαλλος, γκριζομάλλης, λευκομάλλης, λευκόμαλλος):
    • ~ασκητής, γείτονας, γέρος, ιερέας |
    • ασπρομάλλα γριά, καλόγρια, νοικοκυρά |
    • τον έβλεπα τώρα μεσόκοπο, ασπρομάλλη, γερασμένο πρόωρα (Xenop) |
    • πληρώνουμε το αντίτιμο .. στην ασπρομάλλα ταμία (Karantonis) |
    • ήταν ένας ~ και ροδοκόκκινος γίγαντας με άγρια φρύδια (Theotokas) |
    • ο ~ διοικητής δεν ήθελε συνέχεια της ομιλίας (ChZalokostas) |
    • poem .. τα παιδάκια τρέχουν | τριγύρω σ' ασπρομάλλισσα και πρόσχαρη γριούλα (Palam) |
    • ο ~ ο Xιονιάς εφέτο, ω συμφορά μας, | το χαλασμό του εξάπλωσε κι ως τη φτωχή καρδιά μας (Dafnis) |
    • κι όλο και γίνεται η δασκάλα | πιο νευρική και πιο ασπρομάλλα (Mavroeidi-P)
  • ② fig hoary, old, ancient (syn αρχαίος2 1, παμπάλαιος):
    • poem κουβαλάει η Λιάκουρα το γλυκό κρασί, | να το πιουν οι ασπρομάλληδες θρύλοι (Christofi)

[cpd w. μαλλί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες