Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρίλα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρίλα η [aspríla] Ο25α : 1α.η ιδιότητα του άσπρου: Σε θαμπώνει η ~ του τοίχου. || το ξάσπρισμα: Tο μπλε πουκάμισο πήρε μια ~ από τον ήλιο. β. ωχρότητα του δέρματος. 2. άσπρο σημάδι: Tα δόντια μου έχουν κάτι ασπρίλες, ασπράδια.

[άσπρ(ος) -ίλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρίλα [aspríla] η,
  • white color, whiteness (syn ασπράδα):
    • ~του πάγου, του χαρτιού, του χιονιού |
    • αρρωστιάρικη ~ |
    • μια ανθισμένη ροδιά μέσα στην ~ του μεσημεριού άναβε και πετούσε φλόγες (Kazantz) |
    • είναι η ~ του χωριού που .. σου θαμπώνει τα μάτια και σου φλομώνει το μυαλό; (AVlachos) |
    • χτύπησε ο ήλιος πάνου στον κάτασπρο στρογγυλό μαστό της κι άστραφτε ο τόπος απ' την ~ του (Lazaridis) |
    • οι αθερίνες φοβούνται την ~ του πανιού (Segditsas)

[der of άσπρος w. suff -ίλα]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπριλάδα η.
  • (Στον πληθ. προκ. για τα μαλλιά) λευκότητα:
    • (Πανώρ. A´ 261).

[<ουσ. ασπρίλα + κατάλ. –άδα. Πβ. ιδιωμ. –άδι (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες