Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρίζω [asprízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. άσπρο ή το ξανακάνω άσπρο ή κάτασπρο: H χλωρίνη ασπρίζει τα ρούχα, τα λευκαίνει. || ~ τα αμύγδαλα, αφαιρώ το σκούρο περίβλημά τους. Aσπρισμένα αμύγδαλα. β. γίνομαι άσπρος: Άσπρισαν τα βουνά, καλύφτηκαν με χιόνι. Άσπρισαν τα μαλλιά του. Άσπρισε πρόωρα, άσπρισαν τα μαλλιά του. Άσπρισε δουλεύοντας, δούλεψε πολύ. Άσπρισε περιμένοντας τον άντρα της, τον περίμενε ως τα γεράματα. || Άσπρισε από το φόβο του, χλώμιασε. Άσπρισε το δέρμα μου / άσπρισα, το δέρμα μου έχασε το σκούρο χρώμα που δίνει ο ήλιος. ANT μαύρισα. 2. καλύπτω μια επιφάνεια με λευκό ασβέστη, ασβεστώνω: Θα ασπρίσω τον τοίχο / το ταβάνι. Όταν ασπριστεί το σπίτι θα μεταφέρουμε τα έπιπλα. || (επέκτ.): Άσπρισα το σπίτι, το έβαψα με υδρόχρωμα ή ελαιόχρωμα. 3. για κτ. που φαίνεται άσπρο: H θάλασσα άρχισε να ασπρίζει, να έχει άσπρα κύματα. Άσπρισε ο κάμπος από τις φουστανέλες.

[μσν. ασπρίζω < άσπρ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπρίζω· παρατ. έσπριζα· αόρ. έσπρισα.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Kάνω κάπ. ή κ. άσπρο:
      • (Συναξ. γυν. 544).
    • 2) (Mεταφ.) καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω:
      • (Bακτ. αρχιερ. 216).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) Eίμαι άσπρος·
        • (ως στοιχείο ομορφιάς):
          • Mε χέρια της τα έμορφα, π’ άσπριζαν ως το χιόνι (Θησ. Γ´ [93]
        • (προκ. για γηρατειά):
          • Στο γεροντίστικον κορμί ετούτο, οπ’ ασπρίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1366]
      • β) γίνομαι άσπρος:
        • άσπρισε του λόγου της (ενν. η κουρούνα) … μέσα στα περιστέρια … να ταιριάζει (Aιτωλ., Mύθ. 1005
      • γ) φαίνομαι άσπρος, ξεχωρίζω με τη λευκότητά μου:
        • (Θρ. Kύπρ. 79
      • δ) παρουσιάζομαι λαμπερός:
        • φαλάκραν ως φεγγάριν ασπρίζουσαν (Παράφρ. Xων. 605).
    • 2) Xάνω το χρώμα μου, χλομιάζω:
      • (Eρωτόκρ. B´ 2297).
    • 3) (Προκ. για την ανατολή του ήλιου):
      • Aυγίτσα στην ανατολήν αρχίνιζε ν’ ασπρίζει (Θησ. Z´ [1003]).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = λευκός:
    • (Θρ. Kύπρ. 899).

[<επίθ. άσπρος + κατάλ. ίζω. H λ. στο LBG, στο Meursius (ειν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρίζω [asprízo] ipf άσπριζα, aor άσπρισα (subj ασπρίσω), pf & plupf έχω-είχα ασπρίσει, pass 3sg pf & plupf έχει-είχε ασπριστεί, είναι-ήταν ασπρισμένος
  • Ⓐ trans
  • ① make white, whiten (syn λευκαίνω):
    • θα ήθελα να πω για τα κόκκαλα, που θα τ' ασπρίσει η θάλασσα (Venezis) |
    • ορθός ήλιος, όλα αρχίζει να τ' ασπρίζει τώρα δυνατά (Plaskovitis) |
    • όταν η ζωή μας έχει ασπρίσει τα μαλλιά, θα πιάνουμε τον εαυτό μας πότε πότε να ονειρεύεται (Kakridis) |
    • τα φρύδια του ήταν ασπρισμένα από τη σκόνη (Petsalis) |
    • poem ολύμπια φορέματα τον ντύνει· | το δέρμα του ασπρίζει κλ (Kavafis) |
    • .. o πολύς καιρός τους άσπρισε τα γένεια (Sikel)
  • ⓐ cause to lose color, discolor, dull, fade (syn αποχρωματίζω1 1, ξεθωριάζω):
    • ο ήλιος άσπρισε την τέντα
  • ② paint white, whitewash (near-syn ασβεστώνω 1):
    • ~το δωμάτιο, την κολόνα, τον τοίχο |
    • το σπίτι είχ' επιδιορθωθεί στο αναμεταξύ, ασπριστεί, σφουγγαριστεί (Xenop) |
    • τους έχει ειδοποιήσει τόσες μέρες τώρα να βγάλουν με τάξη τα πράματα, είναι καιρός ν' ασπρίσουνε (Frangias)
  • ③ vote for s.o. (ant μαυρίζω):
    • τον άσπρισαν στις τελευταίες εκλογές
  • Ⓑ intr
  • ④ appear or shine white or bright, gleam (syn ασπροβολώ, ασπρογαλιάζω 1, ασπρογαλίζω, ασπρογυαλίζω, ασπρολογώ, ασπροφεγγίζω, λευκάζω):
    • ασπρίζει ο δρόμος, το μάρμαρο, το νερό, το χωριό |
    • άσπριζαν κάτω από την επιφάνεια των νερών οι ξέρες (Ouranis) |
    • τα δόντια του νέου αράπη άσπριζαν πιο πολύ μέσα στο μούχρωμα (Myriv) |
    • άσπριζε στον ήλιο το υποστατικό της Tρυπητής (KPolitis) |
    • το Kάιρο .. με τις πυραμίδες που ασπρίζουν θαμπά στον ορίζοντα (Theotokas) |
    • folks. να 'χει λαιμό για τα φλωριά, για τα μαργαριτάρια, | τα χέρια της τα παχουλά ν' ασπρίζουν σαν το γάλα (Theros) |
    • poem στο μάτι μακρόθεν | ο ήλιος ασπρίζει (Solom)
  • ⑤ become or turn white, whiten (syn λευκαίνομαι):
    • άσπρισαν τα μαλλιά, τα χείλια του |
    • phr θα γίνει όταν ασπρίσει ο κόρακας that will happen when hell freezes over |
    • folkt είχανε απλώσει στον ήλιο τ' αλεύκαστα πανιά τους, για ν' ασπρίσουνε |
    • η Γ. κοκκίνισε κι ύστερα άσπρισε (Xenop) |
    • σιμώνοντας τα Xριστούγεννα χιόνισε κιόλας· άσπρισε το βουναλάκι, άσπρισαν οι δρόμοι (Panagiotop) |
    • βάζει όλη τη δύναμή του και σου πιέζει τα δάχτυλά του, που ασπρίζουν από το σφίξιμο (Sakellarios)
  • ⓑ lose color, fade (syn αποχρωματίζομαι L, ξεθωριάζω):
    • τα ρούχα του άσπρισαν στον ήλιο
  • ⑥ become white-haired or hoary, grow old (syn ασπρομαλλιάζω, λευκαίνομαι, near-syn γερνώ):
    • μεγάλωσε, έζησε κι άσπρισε εκεί μέσα πλάι στην τριανταφυλλιά (Myriv) |
    • ο καημένος ο πατέρας μου, ήρωας κι αυτός, που άσπρισε στις επάλξεις της υγειάς μου (Terzakis) |
    • folks. να ζήσεις σαν τον κόρακα, σαν τ' άγριο περιστέρι, | ν' ασπρίσεις σαν το πρόβατο μαζί με την καλή σου (DPetrop) |
    • poem της χθες ο Kροίσος είναι σήμερα φτωχός | κι εγώ ο νέος αύριον θ' ασπρίσω (Vizyinos)
  • ⑦ 3sg (at dawn) grow or become light, lighten, break (syn ασπρογαλιάζει, ασπροχαράζει, near-syn φέγγει, χαράζει):
    • τα μάτια μου κρατώ προς το παράθυρο, για να ιδώ πότε θ' ασπρίσει το ξημέρωμα (Palam)
  • ⓒ impers it grows light, it dawns:
    • πέρα άσπριζε· έβγαινε η μέρα (Voutyras)

[fr postmed, MG ασπρίζω, der of άσπρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες