Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπράδι το [aspráδi] Ο44 : 1.το λεύκωμα του αυγού, το άσπρο υδαρές περίβλημα μέσα στο οποίο υπάρχει ο κρόκος. 2. (οικ.) ο άσπρος αδιαφανής χιτώνας του βολβού του ματιού. ΦΡ κοιτάζω κπ. με το ~ του ματιού μου, λοξά, καχύποπτα ή υποτιμητικά. 3. άσπρο σημάδι, στίγμα.
ασπραδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 3. [μσν. ασπράδι < άσπρ(ος) -άδι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπράδι [asprá∂i] το,
- ① white patch, spot or part, white:
- ~του αβγού egg white, albumen (syn λεύκωμα) |
- μου αρέσει τ' ~ |
- ~ του ματιού the white of the eye (syn άσπρο 1b) |
- phr τον κοιτάζω με τ' ασπράδια των ματιών I look at him w. suspicion or dislike |
- το χλώριο άφησε ασπράδια στο ύφασμα |
- το δέρμα της γέμισε ασπράδια
- ② med glaucoma (syn γλαύκωμα, πανάδα)
- ③ white cosmetic powder (made of lead carbonate) (near-syn πούδρα)
[fr postmed, MG ασπράδι ← ασπράδιν (Ms of Athos 1613) and dial (Livisi, Chios etc)]
- ① white patch, spot or part, white:
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπράδιον το· ασπράδιν· ασπράδι.
-
- 1) Kαλλωπιστική αλοιφή, φτιασίδι:
- (Συναξ. γυν. 892).
- 2) Tο άσπρο μέρος του αβγού:
- εις την μέσην του ασπραδίου έναι ο κρόκος (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 70r).
- 3) Aσθένεια του ματιού:
- (Iατροσόφ. 8212).
[<ουσ. άσπρος + κατάλ. ‑άδιον. O τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. O τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. H λ. στο LBG]
- 1) Kαλλωπιστική αλοιφή, φτιασίδι: