Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπράδα η [aspráδa] Ο26 : η ιδιότητα του λευκού· λευκότητα: H ~ του χιονιού.
[μσν. ασπράδα < άσπρ(ος) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπράδα η.
-
- Tο άσπρο χρώμα, λευκότητα:
- (Kυπρ. ερωτ. 482)·
- έκφρ. της μέρας η ασπράδα = χαραυγή:
- (Pιμ. κόρ. 605).
[<επίθ. άσπρος + κατάλ. ‑άδα. H λ. στο Meursius και σήμ.]
- Tο άσπρο χρώμα, λευκότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπράδα [asprá∂α] η,
- white color, whiteness (syn ασπριά 1, ασπρίλα, το άσπρο, λευκάδα, L λευκότητα):
- η ~της ζάχαρης, του μαρμάρου, του μπαμπακιού, του φεγγαριού, του χιονιού |
- εξωτική, φωτερή, χλωμή ~ |
- δεξιά μας .. στήνουν χορό οι φυτεμένοι λόφοι με τις ασπράδες τους, χωριά, πύργους κλ (Papantoniou) |
- οι ρόδες χάραζαν μαύρα αυλάκια στην ~(Myriv) |
- το πρόσωπό της λέκιαζε τη θαμπωτική ~ του προσκέφαλου (Terzakis) |
- θα δώσει στο δέρμα του την αριστοκρατική εκείνη ~, που 'ναι χαρακτηριστικό της μεγαλοαστικής τάξης (LTheodorakop) |
- folks. ποιος κρίνος ωραιότατος σου 'δωσε την ~ | και ποια μηλιά γλυκομηλιά την ροδοκοκκινάδα; (Passow) |
- poem τα μάτια μου τ' αγκύλωνε μια ~| ίσως τ' αλάτι, ίσως το φάσμα της (Seferis)
[fr postmed (Somavera), MG ασπράδα, der of άσπρος w. suff -άδα]
- white color, whiteness (syn ασπριά 1, ασπρίλα, το άσπρο, λευκάδα, L λευκότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπραδάκι [aspra∂áci] το,
- small white patch or spot (syn phr μικρή λευκή κηλίδα, μικρό λευκό στίγμα)
[dimin of ασπράδι]