Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπούδαστος -η -ο [aspúδastos] Ε5 : που δεν έχει κάνει ανώτερες συνήθ. σπουδές, που δεν είναι σπουδασμένος: Έμεινε ~. Άφησε τα παιδιά του ασπούδαστα.
[λόγ. < αρχ. ἀσπούδαστος `χωρίς ζήλο΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. σπουδάζω]