Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπλαχνία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπλαχνία η [asplaxnía] Ο25α : η ιδιότητα του άσπλαχνου, η ψυχική σκληρότητα.

[λόγ. < ελνστ. ἀσπλαγχνία με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπλαχνία, ασπλαχνιά η,
βλ. ασπλαγχνία.
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπλαχνία [asplaxnía] η, (& ασπλάχνια & ασπλαχνιά)
  • cruelty, ruthlessness, pitilessness (syn αλυπησιά, ant ευσπλαχνία, σπλαχνιά):
    • η ~των δυνατών τους άφησε πίσου εις την τυραγνίαν του σουλτάνου (Makryg) |
    • την άφηνε παντέρημη κι απροστάτευτη μέσα σ' ένα κόσμο γεμάτο έχθρα κι ~ (Chourmouziadis) |
    • αντίθετα όμως προς την ασπλαχνιά του στους ανθρώπους, είναι τρυφερότατος με τα κοπάδια του (Delmouzos) |
    • poem ποια να 'ναι η όμορφη αυτή πο 'χει ασπλάχνια τόση; (Karyotakis)

[fr postmed, MG (ασπλαχνία bes) ασπλαγχνία ← PatrG, der of άσπλαχνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες