Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασούσσουμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ασούσσουμος, επίθ.· ασύσσουμος· ’σύσσουμος· σούσσουμος.
  • 1)
    • α) Που έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά του (από θάνατο, αρρώστια ή άλλη αιτία), αγνώριστος, ελεεινός:
      • (Σκλάβ. 104), (Eρωτόκρ. E´ 1118
    • β) που δεν έχει όμορφα χαρακτηριστικά, άσχημος:
      • (Πουλολ. 7).
  • 2) Aσήμαντος, ταπεινός:
    • Eγώ μικρόν είμαι αληθώς ασύσσουμον πουλάκιν (Πουλολ. 511).

[<στερ. α‑ + ουσ. σουσ(σ)ούμι. Ο τ. ασύ‑ πιθ. <*ασύσσημος <στερ. α‑ + ουσ. συσσήμιον (Ζωναρ.) ή μτγν. σύσσημον. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες