Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασούρωτος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασούρωτος 1 -η -ο [asúrotos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σουρώσει σε σουρωτήρι, που δεν είναι σουρωμένο: Mην αφήσεις ασούρωτα τα μακαρόνια, γιατί θα λασπώσουν. Tο ζουμί από το κρέας είναι ασούρωτο.

[α- 1 σουρώ(νω) 1 -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασούρωτος 2 -η -ο : για ύφασμα που δεν το έχουν σουρώσει, δεν του έχουν κάνει (ακόμη) σούρες: Tα μανίκια θα τα αφήσω ασούρωτα.

[α- 1 σουρώ(νω) 2 -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασούρωτος 3 -η -ο : (λαϊκ.) που δε σούρωσε, δε μέθυσε πολύ, που δεν είναι σουρωμένος.

[α- 1 σουρώ(νω) 3 -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασούρωτος, -η, -ο [asúrotos]
  • ① not having passed through a colander or strainer, not drained off, undrained (syn αστράγγιστος 1, ant σουρωμένος):
    • ασούρωτα μακαρόνια, φασόλια, χόρτα
  • ② not drunk, sober (ant μεθυσμένος, σουρωμένος, στουπί):
    • πρώτη φορά τον βλέπω ασούρωτο
  • ③ unpleated, uncreased, unwrinkled (syn άπτυχος):
    • ασούρωτο φουστάνι |
    • ασούρωτες κάλτσες

[cpd w. σουρωτός (: σουρώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες