Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασορτί
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασορτί [asortí] (άκλ.) : για κτ. που ταιριάζει με κτ. άλλο, κυρίως στο χρώμα. α. (ως επίθ.): Aγόρασε μπλε παλτό με παπούτσια ~ / με ~ τσάντα. Tο σερβίτσιο του φαγητού είναι ~ με το τραπεζομάντιλο. || (ως ουσ.): Φόρεσε τα ~ της. β. (ως επίρρ.): Nτύνεται πάντα ~.

[λόγ. < γαλλ. assorti]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασορτί [asortí] (sp. also ασσορτί) adj indecl
  • matching, match (near-syn ταιριαστός):
    • φόρεμα και μαγιό ~ |
    • μπλούζες μεταξωτές ~ με τη φόδρα της ζακέτας |
    • χαρτοφάκελα ~ writing paper w. matching envelopes |
    • λυπότανε που δεν μπορούσε να φορέσει και τα ~ γάντια της (TAthanasiadis) |
    • καμαρώνει .. το μπατίκ πουκάμισο, την ~ γραβάτα (Samarakis) |
    • τα σκηνικά ήταν ~ με το έργο (Athanasiadis-N) |
    • ο Mεταξάς .. ήταν ~ με τους παντοδύναμους και φοβερούς δικτάτορες της εποχής (Psathas)

[fr Fr assorti]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασορτιμέντο [asortiménto] το,
  • assortment (of tools, appurtenances etc), set (syn συλλογή L, τακίμι):
    • ~εργαλείων οικοδόμου

[fr It assortimento]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες