Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασλάνι το· ασουλάνι.
-
- Aσλανί (βλ. ά.):
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 22829, 35).
[<τουρκ. aslan. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aσλανί (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασλανί το.
-
- Oνομασία ξένων ασημένιων νομισμάτων με παράσταση λιονταριού που κυκλοφορούσαν στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, κυρίως του ολλανδικού ταλίρου (Λιάτα 1996: 155-7):
- (Mαρκάδ. 526).
[<τουρκ. aslanî. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Oνομασία ξένων ασημένιων νομισμάτων με παράσταση λιονταριού που κυκλοφορούσαν στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, κυρίως του ολλανδικού ταλίρου (Λιάτα 1996: 155-7):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασλάνι [asláni] το,
- ① lion (syn λέων L, λιοντάρι):
- προσέχτε, μη θυμώσει το ~(Petsalis)
- ② fig brave and strong man (syn παλληκάρι):
- poem γεια σας, κλέφτες, κουρσάροι, ασλάνια, λύκοι (Palam)
[fr postmed ασλάνι ← Turk aslan]
- ① lion (syn λέων L, λιοντάρι):