Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκώ [askó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.καθοδηγώ κπ. σε μια μεθοδική και συστηματική προσπάθεια που θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης σωματικής ή πνευματικής ικανότητας: Οι μαθητές πρέπει να ασκηθούν στο κολύμπι / στην ερμηνεία αρχαίων κειμένων / στην πειθαρχία. || ~ το σώμα / την ψυχή / την κρίση / τη μνήμη μου. Ο καλός πιανίστας έχει πολύ ασκημένα δάχτυλα. Έχει ασκημένο μάτι / αυτί, μπορεί να διακρίνει όλες τις λεπτομέρειες, κυριολεκτικά και μτφ. β. (παθ.) ασχολούμαι μεθοδικά με κτ., προσπαθώ να αναπτύξω μια ικανότητα με τη συνεχή επανάληψη: Aσκείται κάθε μέρα στο γυμναστήριο. Είναι ασκημένος στο σώμα. Aσκούμαι στα μαθηματικά / στο χορό. || Aσκούμενος δικηγόρος, που κάνει τη δικηγορική άσκησή του και ως ουσ. ο ασκούμενος. 2. ασχολούμαι συστηματικά με κτ., κυρίως επαγγελματικά: Aσκεί το επάγγελμα του γιατρού / ασκεί την ιατρική. Πήρε σύνταξη και δεν ασκεί πια το επάγγελμα του δικηγόρου. Είναι υποχρεωμένοι να κάνουν φορολογική δήλωση, όσοι ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Άσκησε την πολιτική με υπευθυνότητα. || ~ χρέη, για κπ. που αναπληρώνει προσωρινά κπ. που κατέχει ένα ορισμένο αξίωμα, μια θέση κτλ.: Ποιος ασκεί χρέη διευθυντή; 3α. κάνω χρήση ενός δικαιώματος ή εκτελώ μια υποχρέωση: Aσκήθηκε ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα. Άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. ~ τα καθήκοντα του διευθυντή / το δικαίωμα της ψήφου. Οι γονείς ασκούν την κηδεμονία των ανήλικων παιδιών τους. H αντιπολίτευση άσκησε οξύτατη κριτική στην κυβέρνηση. β. εφαρμόζω ή επιβάλλω κτ. με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο: Άσκησε ψυχολογική βία για να τον πείσει. Aσκούνται πιέσεις στη χώρα μας να υπογράψει τη συμφωνία. Aσκεί μια ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. || Ένα υγρό ασκεί πίεση στα τοιχώματα του δοχείου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀσκῶ· 2, 3: σημδ. γαλλ. exercer]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκώ.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) (Προκ. για ξένη γλώσσα) κατέχω, μιλώ:
- διά το ασκείν την των Tούρκων γλώτταν και επίστασθαι αυτήν (Δούκ. 22921).
- 2) Φρ. ασκώ την σιωπήν = σιωπώ:
- (Πτωχολ. α 901).
- 1) (Προκ. για ξένη γλώσσα) κατέχω, μιλώ:
- Β´ (Αμτβ.) ασκητεύω:
- είς των ασκητών … σαράντα χρόνους ήσκησεν μετά πολλού καμάτου (Παϊσ., Iστ. Σινά 156).
[αρχ. ασκέω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκώ [askό] ασκεί, ipf ασκούσα, aor άσκησα (subj ασκήσω), pf & plupf έχω-είχα ασκήσει, mediop ασκούμαι, ipf ασκούμουν, aor ασκήθηκα (subj ασκηθώ), pf & plupf έχω-είχα ασκηθεί, είμαι-ήμουν ασκημένος, (L)
- ① train, drill, instruct (syn γυμνάζω, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, εξασκώ):
- ασκεί τα παιδιά, το στρατό |
- ασκεί τα αφτιά, τα μάτια, τους μυς |
- ασκεί την ευφυΐα, τη σκέψη του |
- η ψυχή .. καλλιεργεί και ασκεί το θεωρητικό τάλαντό της (Tatakis) |
- τον ασκήσαμε να κάνει λογαριασμούς και να λύνει προβλήματα (Papanoutsos) |
- θα γράψω ένα καινούργιο κομμάτι, για να ασκήσεις τη φωνή σου (Mourelos) |
- κάνουν θελήματα των δικηγόρων, που τους ασκούν (Palaiologos)
- ⓐ relig train in asceticism, discipline:
- πολλοί όσιοι δεν περιορίζονται μόνο ν' απομονωθούν, ν' ασκήσουν την ψυχή και το σώμα τους (Vacalop) |
- ο στοχασμός για τον Iησού .. θα καταλήξει να εξαγνίσει την ψυχή μας και να την ασκήσει στη θέωση (Tatakis)
- ② engage in, practice, pursue (syn εφαρμόζω):
- ~αρετή, δικαιοσύνη, εγκράτεια, φιλανθρωπία |
- ~ κοινωνική πρόνοια |
- άρχισε .. να διδάσκει και να ασκεί έμπρακτα την αγάπη (Kanellop) |
- τον αυτοσεβασμό τον διδάσκομε, δεν τον ασκούμε (Papanoutsos) |
- η βία, το ψέμα, η δολιότητα .. γίνονται αρετές όταν ασκούνται απ' το κράτος (Evelpidis) |
- στη γωνιά αυτή της Eυρώπης .. η επιμιξία ασκείται από αρχαιοτάτων χρόνων (Poulianos, adapted)
- ⓑ practice, pursue, engage in (profession, avocation, trade etc) (syn εξασκώ, επαγγέλλομαι):
- ~την αλιεία, την αμπελοκαλλιέργεια, τη βιοτεχνία, το εμπόριο |
- ~ το δημοσιογραφικό επάγγελμα |
- ~ τραπεζικές εργασίες |
- ασκεί το επικίνδυνο τούτο άθλημα του θαλασσίου σκι (Floros) |
- η χειρουργική επιστήμη, που θέλησε να ασκήσει .. ο Kαποδίστριας, βρίσκονταν ακόμα στα σπάργανα (Roussos) |
- στην Kωνσταντινούπολη υπήρχαν ζωγράφοι που ασκούσαν τη θρησκευτική ζωγραφική (Pallas) |
- η πειρατεία .. έφερνε και δόξα σε κείνους που την ασκούσαν (Papachatzis)
- ③ be engaged in, carry out, exercise (syn εκτελώ, εξασκώ):
- ~ έλεγχο, εποπτεία |
- ~ εξωτερική πολιτική |
- ασκεί το ρόλο της καθοδηγήσεως |
- η αρχή ασκεί αστυνομικά καθήκοντα |
- άσκησε το αξίωμα του προέδρου κατά τρόπο άψογο |
- ασκούν τη θεραπεία πολλών νόσων με το βελονισμό (Panagiotop) |
- δεν τους εμποδίζουν να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (Vacalop) |
- γιατί .. αυτοί ενθυλακώνουν το μισθό και δεν ασκούν την αρμοδιότητά τους; (Athanasiadis-N) |
- οι εφοριακοί .. ασκούν την πιο αντιδημοκρατική υπηρεσία, που είναι δυνατόν να γίνει (Psathas)
- ⓒ exercise, exert, wield (syn εξασκώ):
- ~διοίκηση, εξουσία, κυριαρχία |
- ασκούν την ενέργειά τους από το παρασκήνιο (Chatzinis) |
- έκανε την ελληνική εκκλησία άξια να ασκήσει την εθνική ηγεσία (Christidis) |
- όταν εκείνος χορτάσει ασκώντας τη δύναμή του απάνου της κλ (Spandonidis)
- ⓓ bring to bear, exert, exercise (syn εξασκώ):
- ~γοητεία, έλξη, επίδραση, επιρροή, υποβολή |
- τα μεγάλα αστικά ελληνικά κέντρα .. εξακολουθούσαν ν' ασκούν την ακτινοβολία τους (Vacalop) |
- είναι αφάνταστη η πειθώ που ασκούσαν οι ηθοποιοί του Σ. (Melas) |
- νοιώθεις ότι ασκήθηκε απάνω σου κάποια μαγγανεία (Theotokas)
- ④ avail o.s. of, make use of, exercise (syn εξασκώ):
- ~δικαιώματα, προνόμια |
- ο κληρονόμος ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομιάς (Christidis AK)
- ⓔ resort to, exert, employ, apply (near-syn εφαρμόζω, χρησιμοποιώ):
- ~απάτη, δημοκοπία, πίεση, τρομοκρατία |
- στον άρρωστο να ασκηθεί ψυχοθεραπευτική αγωγή |
- αγωνιούν .. για τη βία, που η ίδια η πολιτεία ασκεί απάνω στους δικούς της πολίτες (Tsatsos) |
- εξαναγκασμός κατά του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται να ασκηθεί (Athanasiadis-N)
- ⓕ apply, level, make (syn κάνω):
- πολεμική δεν ασκούσαν οι χριστιανοί μόνο κατά των εθνικών, αλλά και κατά των αιρετικών (Tatakis) |
- συνεχίζει την κοινωνική κριτική, που ασκεί επί δεκαετίες (Varikas)
- ⑤ law undertake, commence, file:
- ~έφεση file an appeal |
- ~ αγωγή file a suit |
- ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά της εταιρίας
- ⑥ mi ασκούμαι train or instruct o.s. (syn γυμνάζομαι, εκγυμνάζομαι, εκπαιδεύομαι, εξασκούμαι):
- ασκούμαι στα όπλα, στον πόλεμο |
- ασκούμαι στην πολιτική |
- ασκούμαι στην ωδική |
- τα παιδιά ασκούνται στο να παρακολουθούν την ομιλία των άλλων (Geros) |
- δεν έχομε ασκηθεί να γράφομε και να μιλούμε τη δημοτική (Papanoutsos) |
- αιώνες ολόκληρους ασκήθηκαν οι Kινέζοι στην παντομίμα (Charis) |
- ήταν ασκημένοι από πολλού στη λεπτή τέχνη του διαλόγου (Chatzinis)
- ⓖ exercise (athletically), practice, train (syn αθλούμαι, γυμνάζομαι):
- πρέπει να ασκείστε τακτικά |
- καταγίνονταν στην κωπηλασία και για να ασκούνται (Chatzinikou)
- ⓗ relig train o.s. in asceticism, discipline o.s.:
- [ο ασκητισμός] προϋποθέτει ένα άτομο, που ασκείται στη μόνωση και στην οδύνη (Papantoniou) |
- ασκούνταν εκατοντάδες ορθόδοξων μοναχών σε πάμπολλες μονές (Vacalop)
[fr postmed, MG ασκώ ← PatrG, K (also pap), AG ἀσκῶ (-έω)]
- ① train, drill, instruct (syn γυμνάζω, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, εξασκώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκωμα [áskoma] το, naut
- strip of leather padding on (upper part of) an oar, leathering on an oar
[fr PatrG ἄσκωμα ← K, AG, der of ἀσκός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκών, -ούσα [askόn] (L)
- ① practicing, pursuing (profession, trade etc):
- το μέτρο ισχύει μόνον για μισθωτές ή ασκούσες ελευθέριο επάγγελμα μητέρες
- ② carrying out, exercising:
- υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου ~καθήκοντα υφυπουργού Στρατιωτικών |
- also substantiv. υπάρχουν περιπτώσεις που οι ασκούντες την πατρική εξουσία φορούν ζουρλομανδύα (Christidis)
[fr kath ασκών, prp of ασκώ]
- ① practicing, pursuing (profession, trade etc):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκώνω s. σηκώνω.