Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκός ο [askós] Ο17 : (λόγ.) ασκί. ΦΡ ανοίγω τους ασκούς του Aιόλου, δημιουργώ μια κατάσταση που μπορεί να έχει απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. || (ανατ.) σχηματισμός που έχει σχήμα ασκού.
[λόγ. < αρχ. ἀσκός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκός ο.
-
- Δερμάτινος σάκος, τουλούμι:
- (Mάρκ., Bουλκ. 34010).
[αρχ. ουσ. ασκός. H λ. και σήμ.]
- Δερμάτινος σάκος, τουλούμι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκός [askós] ο,
- ① bag or container made of skin, goatskin (syn ασκί 1):
- ~κρασιού, λαδιού, τυριού |
- φουσκωμένος ~ windbag |
- στους ίδιους ασκούς θα ψηθούν και τα καινούργια κρασιά (Antaios) |
- σε αρχαία .. ανάγλυφα εικονίζονται άνθρωποι, οι οποίοι συναγωνίζονται στην άρση ασκών, που ήσαν γεμάτοι με άμμο (Chatzinikou) |
- fig προσθέτουν διέγερση με τους ασκούς και .. προσπαθούν έπειτα να την αφαιρούν με το σταγονόμετρο (Katsigra) |
- poem ευνοϊκό το αγέρι μού έστελνεν | απ' τον ασκό του ο Mπάτης (Skipis)
- ② vessel or container resembling a goatskin or a bladder:
- anat δακρυϊκός ~lacrimal utricle |
- πήρε τη θέση της νοσοκόμας πλάι στους ασκούς με το οξυγόνο (TAthanasiadis) |
- στην κοιλάδα του Σπερχειού .. αντιπροσωπεύεται και η πρωτοελλαδική II περίοδος με χαρακτηριστικούς σκύφους και ασκούς (NPlaton)
- ③ region. (Aegean) soft, underdeveloped hen's egg:
- η κότα έκανε ασκό
[fr postmed, MG ασκός ← K (also pap), AG]
- ① bag or container made of skin, goatskin (syn ασκί 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκόσχημος, -η, -ο [askós imos] (L) arche.
- shaped like a goatskin or a bladder (syn ασκοειδής):
- οι παλαιότερες πελίκες .. είναι ακόμη στενόμακρες, ασκόσχημες κι έχουν ψηλό σχετικά λαιμό (Bakalakis)
[fr kath (neol) ασκόσχημος, cpd w. combin form -σχημος; cf ομοιόσχημος, κυρτόσχημος etc]
- shaped like a goatskin or a bladder (syn ασκοειδής):