Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκόνιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκόνιστος -η -ο [askónistos] Ε5 : που δε σκονίστηκε.

[α- 1 σκονισ- (σκονίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκόνιστος, -η, -ο [askόnistos]
  • not covered w. dust, not dusty (ant σκονισμένος):
    • ασκόνιστα έπιπλα, παπούτσια, ρούχα

[fr postmed (Somavera) ασκόνιστος, cpd w. *σκονιστός (: σκονίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες