Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκούμενος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασκούμενος1 [askúmenos] ο, (L)
  • person performing physical exercises:
    • πίσω απ' τη γραμμή AB βρίσκεται ο αρχηγός της ομάδας, και πίσω απ' τη ΓΔ οι υπόλοιποι ασκούμενοι (Tsiantas) |
    • η εθελουσία συμμετοχή και άσκηση στα σπορ .. βοηθεί τους ασκούμενους να υπερνικήσουν ιδιοτροπίες και ελαττώματα (Chatzinikou)

[substantiv. m of ασκούμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκούμενος2, -η, -ο [askúmenos] prpp (L)
  • ① law serving an internship, Br articled:
    • ~δικηγόρος
  • ② (being) applied, exerted:
    • η ασκούμενη πίεση θεωρείται τώρα περισσότερο αποτελεσματική |
    • το ψυχικό έδαφος είναι πρόσφορο, έτοιμο να δεχτεί την ασκούμενη επιρροή (Papanoutsos) |
    • η σωστή αγωγή .. με προσεχτικά ασκούμενη επίδραση .. αναπτύσσει .. τις αγαθές πλευρές του παιδιού (Panagiotop)
  • ⓐ being effected, practiced, or executed (syn διενεργούμενος, ενεργούμενος):
    • επικρίνει την ασκουμένη ανεξάρτητη πολιτική του πρωθυπουργού |
    • υπαγόρευση της σκέψης ανεξάρτητα από κάθε έλεγχο ασκούμενο από τη λογική (Dizikirikis)
  • ③ devoting o.s. to asceticism:
    • ο αγώνας, που δοκίμασε ο Aποκαλυπτής κρυμμένος και ~στην Πάτμο, ήταν ψυχικά κινδυνώδης και τραχύς (Papatsonis, adapted)

[fr kath ασκούμενος, prpmi of ασκώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες