Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκητισμός ο [askitizmós] Ο17 : εκούσια απομάκρυνση από την κοινωνία και φυγή σε ερημικούς τόπους, όπου με την κατάπνιξη των σαρκικών επιθυμιών και με την καταπόνηση του σώματος επιδιώκεται η πνευματική τελείωση και η θέωση. || ασκητικός, λιτός τρόπος ζωής.

[λόγ. < γαλλ. ascétisme < ascèt(e) < ελνστ. ἀσκητ(ής) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκητισμός [ascitizmós] ο, (L)
  • ① ascetic way of life, asceticism (syn άσκηση 5):
    • απόκοσμος, απόλυτος, αυστηρός, εκούσιος, στυγνός ~ |
    • εσωτερικός, θρησκευτικός, ομαδικός, πνευματικός ~ |
    • το ιδανικό του ασκητισμού |
    • κήρυγμα ασκητισμού |
    • τάση προς τον ασκητισμό |
    • αφοσίωση στον ασκητισμό |
    • ο ~ είναι το παράτολμο κίνημα της ανθρώπινης ψυχής, όταν .. αρνείται τη φύση και την κοινωνία (Papantoniou) |
    • εικόνες που αναπαριστάνουν φρικώδεις αποκεφαλισμούς αγίων και σκελετώδεις ασκητισμούς (Ouranis) |
    • ο άκρατος ~.. εξουδετερώνει και τον ίδιο τον ηθικό νόμο (Theodorakop)
  • ② philosophy or theory of asceticism (syn ασκητική 2):
    • η βιογραφία του Bούδα είναι η μεγαλόπρεπη εισαγωγή σ' όλους τους ασκητισμούς (Papantoniou) |
    • η ηθική θα ταλαντεύεται μετέωρη ανάμεσα στο δογματικόν ασκητισμό ή σ' έναν αποκρουστικό ηδονισμό (Papanoutsos)
  • ③ ascetic quality (syn ασκητικότητα):
    • οι βυζαντινές εικόνες έχουν θρησκευτικότητα ορισμένου είδους· έχουν ασκητισμό (Tsatsos)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασκητισμός, der of ασκητής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες