Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκητής ο [askitís] Ο7 θηλ. ασκήτρια [askítria] Ο27 : 1.ερημίτης, μοναχός που ζει απομονωμένος, σε τόπο έρημο από ανθρώπους, και υποβάλλει τον εαυτό του σε στερήσεις για να πετύχει την πνευματική τελείωση: Οι ασκητές ζουν με νηστεία και προσευχή. 2. (μτφ.) για κπ. που ζει σαν ασκητής, λιτά, χωρίς υλικές απολαύσεις.
[1: ελνστ. ἀσκητής, αρχ. σημ.: `που κάνει εξάσκηση΄· 2: σημδ. γαλλ. ascète (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσκητής· λόγ. < ελνστ. ἀσκήτρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκητής ο.
-
- Eρημίτης:
- (Xρον. σουλτ. 12819).
[αρχ. ουσ. ασκητής. H λ. και σήμ.]
- Eρημίτης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκητής [ascitís] ο, pl ασκητές (& L ασκηταί) & ασκητάδες,
- ① relig ascetic, anchorite, hermit (syn αναχωρητής, ασκητευτής, ερημίτης):
- αυστηρός, σιωπηλός, σκυθρωπός ~ |
- κοινότητα ασκητών |
- φοβάται ο ~ το θάνατο, γιατί μπορεί να έλθει σε ώρα που δεν είναι έτοιμος (Tatakis) |
- ο ~ ονειρεύεται τη μακαριότητα (Panagiotop) |
- αδιαφορία για το κορμί .. μαρτυρούν οι .. κάτισχνοι ασκηταί και φακίρηδες (Thrylos) |
- ο βίος των ασκητάδων της ερήμου αχτινοβολούσε σαν ανέσπερο φως (Bastias) |
- poem κατάσαρκα το δάγκωμα του τρίχινου του σάκου | το αιστάνεται σαν ~κλ (Palam) |
- πάνω στα σουβλερά καρφιά | σαν ~ έλα και συ να γείρεις (Diktaios)
- ② fig self-denying, reclusive, or austere person, ascetic (near-syn καλόγερος):
- κοσμικός ~ |
- μια κοινωνία που νοιάζεται μόνο για πνευματικά αγαθά είναι κοινωνία ασκητών (Ploritis) |
- [ο Πασκάλ] από έκλυτος και ακόλαστος κατέληξεν ~ του Πορ Pουαγιάλ (Papatsonis) |
- αρνητής και ~ δεν είναι ο φιλόλογος (Kakridis) |
- in adj function προσπαθούσε να πατήσει με τρόπο τον κάλο του .. ασκητή, του αυστηρού, του ψυχρού Tρικούπη (Petsalis)
[fr postmed, MG ασκητής ← PatrG, K (also pap) ← AG 'practitioner']
- ① relig ascetic, anchorite, hermit (syn αναχωρητής, ασκητευτής, ερημίτης):