Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητήριο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκητήριο το [askitírio] Ο40 : 1.κατοικία μοναχού που ασκητεύει. 2. (μτφ.) μέρος, σπίτι ή χώρος σπιτιού όπου μπορεί να απομονωθεί κάποιος και συγκεντρωμένος να αφοσιωθεί σε κάποιο πνευματικό συνήθ. έργο.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσκητήριον· 2: σημδ. γαλλ. ermitage]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκητήριο [ascitírio] το, (L) (& D ασκητήρι)
:
  • εκάκιζε τους μοναχούς εκείνους που προτιμούσαν τις πόλεις από την έρημο και τ' ασκητήρια (Kanellop) |
  • απέναντι από το καθολικό της μονής .. ήταν το ~ του ιδρυτού της (Varelas)
  • ① establishment used for exercise, training grounds, practice field (syn γυμναστήριο):
    • παραχώρησε για γήπεδο τον χώρο, όπου βρίσκονται τα ασκητήρια του ομίλου (Chatzinikou) |
    • ας μεταβληθεί και στην Eλλάδα κάθε ελεύθερος χώρος .. σ' ένα κέντρο παιδικής χαράς, ένα ~ για αθλοπαιδιές, ένα γυμναστήριο (TSakellariou)

[fr kath ασκητήριον ← postmed, MG ← PatrG 'hermitage, monastery', der of ασκητής (sense 2 fr ασκώ w. suff -τήριον)]

[Λεξικό Κριαρά]
ασκητήριον το.
  • Mοναστήρι:
    • (Hagia Sophia ω 46016).

[<ουσ. ασκητής + κατάλ. τήριον. H λ. τον 4. αι. (DGE) και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες