Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκαρίδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκαρίδα η [askaríδa] Ο26 : σκουλήκι που παρασιτεί στο έντερο του ανθρώπου και ορισμένων ζώων.

[λόγ. < αρχ. ἀσκαρίς, αιτ. -ίδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκαρίδα [askarí∂a] η, (L) med
  • roundworm of the family Ascaridae parasitic in intestines of vertebrates, ascarid

[fr kath ασκαρίς ← MG (CGL) ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες