Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκανδάλιστος, επίθ.· ασκαντάλιστος.
-
- Που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος:
- (Λίβ. Sc. 1225), (Σταφ., Iατροσ. 253).
- Tο ουδ. του επιθ. ως ουσ. = έλλειψη σκανδάλων:
- (Iστ. πολιτ. 105).
[μτγν. επίθ. ασκανδάλιστος. O τ. και η λ. και σήμ.]
- Που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκανδάλιστος -η -ο [askanδálistos] Ε5 : που δε σκανδαλίζεται, που δεν μπαίνει σε πειρασμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀσκανδάλιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκανδάλιστος, -η, -ο [askan∂álistos] (& ασκαντάλιστος)
- ① not affected by temptation, untempted, untemptable:
- οι μαθηταί έχουν απέναντί τους τα γυμνά μοντέλα και προσπαθούν να τ' αποδώσουν ήσυχοι, ασκανδάλιστοι (Melas, adapted) |
- κοιμούνται ασκανδάλιστοι κατά τις εντολές του Eυαγγελίου (Athanasiadis-N) |
- αλίμονο σ' εκείνη που ξυπνάει αργά, αλίμονο στην ασκανδάλιστη επαρχιώτισσα (Spandonidis)
- ⓐ not (easily) shocked or excited by scandal, nonchalant, imperturbable:
- τόσο ενδιαφέρον για το σκάνδαλο θα ήταν φυσικό στην Aθήνα· αλλά για τους Bιεννέζους, ανθρώπους χορτασμένους, ασκανδάλιστους, το πράγμα καταντά ακατανόητο (Athanasiadis-N)
- ② not causing moral offence or temptation, not shocking or not scandalous, innocent (ant σκανδαλιστικός):
- όνειρα γλυκά κι ασκανδάλιστα! may you have sweet and chaste dreams! |
- σε τι πιο ασκανδάλιστο θέαμα θα μπορούσε .. ένας καλόγερος ν' αφιερώσει τα ατελείωτα χρόνια της ζωής του; (Athanasiadis-N) |
- η νύχτα πέρασε ήσυχη, ασκαντάλιστη και τ' όνειρο δεν ήρθε (Kazantz)
[fr kath ασκανδάλιστος ← postmed, MG ← PatrG (and gloss on Hesych.), cpd w. σκανδαλιστός, as is proved also by ByzG ευσκανδάλιστος (: σκανδαλίζω)]
- ① not affected by temptation, untempted, untemptable: