Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκανδάλιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ασκανδάλιστα, επίρρ.
  • Xωρίς σκάνδαλα, εμπόδια:
    • (Iστ. πατρ. 9510).

[<επίθ. ασκανδάλιστος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες