Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκίαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκίαστος -η -ο [askíastos] Ε5 : που δεν έχει σκιά, που δεν είναι σκιασμένος.

[λόγ. < ελνστ. ἀσκίαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκίαστος, -η, -ο [ascíastos] (L)
  • ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
    • ασκίαστη μορφή, ασκίαστο πρόσωπο |
    • πιστεύουν πως η αρχαία ζωή ήταν ασκίαστη από το πένθος (Papantoniou)
  • ② undulled, untarnished:
    • οι ζωγραφιές των .. Mαυροκορδάτων έμειναν ζωηρές, .. ακατάλυτες, ασκίαστες, αθάνατες (Papatsonis) |
    • εξακολουθούν και σήμερα .. να είναι μια ασκίαστη δόξα (Thrylos)

[fr kath ασκίαστος ← MG (12th c.) ← LK, cpd w. σκιαστός (: σκιάζω); cf Somavera άσκιαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες