Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκί το [askí] Ο43 : είδος σάκου από ολόκληρο, ακατέργαστο δέρμα ζώου που, αφού δέσουν καλά τα τέσσερα άκρα του, το χρησιμοποιούν ως δοχείο για νερό, λάδι, κρασί κτλ.· (πρβ. τουλούμι). || το περιεχόμενο του ασκιού: Ένα ~ κρασί / λάδι. ΦΡ φουσκωμένο ~, για άνθρωπο υπερφίαλο και κενό, χωρίς γνώσεις και ικανότητες.
[μσν. ασκί(ν) < ελνστ. ἀσκίον υποκορ. του αρχ. ἀσκός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκί το· ασκίν.
-
- Δερμάτινος σάκος, τουλούμι:
- (Aσσίζ. 24419), (Πουλολ. 56).
[αρχ. ουσ. ασκίον. O τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
- Δερμάτινος σάκος, τουλούμι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκί [ascí] το,
- ① bag or container made of skin, goatskin (syn αραγός [cf IΛ αρραγός], ασκός, τουλούμι):
- ~του κρασιού, του λαδιού, του νερού, του τυριού |
- ~ της γκάιντας |
- phr βρέχει (or ρίχνει) με το ~ it's raining cats and dogs, it's coming down in buckets (syn phr βρέχει με το τουλούμι) |
- phr (τον έκαναν) ~στο ξύλο (they) beat the devil out of (him), they beat him black and blue (syn phr τόπι or τουλούμι στο ξύλο) |
- παραφουσκωμένο ~ inflated or bombastic person or thing, windbag |
- πεδικλώθηκε ο ναύτης και κύλησε χάμω σαν ~ (Karkavitsas) |
- οι σύντροφοι του Oδυσσέα ανοίγουν το ~ με τους ανέμους (Kakridis) |
- οι κοιλιές τους φούσκωναν τουμπανιασμένες σαν ασκιά (Myriv) |
- κουβαλούν το νερό από τα χαντάκια ως το χωράφι τους μέσα σε ασκιά (Evelpidis)
- ⓐ amount contained in a goatskin, skinful:
- να του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν' ~κρασί καλό (Karkavitsas) |
- καταδέχτηκες και δυο ασκιά τυρί και τρία αρνιά ζωντανά; (Vlachogiannis)
- ② fig belly, stomach (syn κοιλιά):
- region. phr τα βγάζει από τ' ~του he's talking off the top of his head (syn phr τα βγάζει από την κοιλιά [or το μυαλό] του) |
- prov τι είν' ο ψύλλος, τι είν' τ' ~του; said of little and worthless things or enterprises (syn τι είν' ο κάβουρας, τι το ζουμί του)
[fr postmed, MG ασκίν ← K (also pap), AG ἀσκίον, dimin of ἀσκός]
- ① bag or container made of skin, goatskin (syn αραγός [cf IΛ αρραγός], ασκός, τουλούμι):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκιά η,
- βλ. σκιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκιαγράφητος, -η, -ο [asciaγráfitos] (L)
- ① not outlined or silhouetted (ant σκιαγραφημένος):
- προσπαθεί να διακρίνει την ασκιαγράφητη μορφή στο σκοτάδι
- ② fig not described in broad outline, not sketched out, still unsketched:
- παρά τις δηλώσεις του αρχηγού, η πολιτική γραμμή του κόμματος παραμένει ασκιαγράφητη
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασκιαγράφητος, cpd w. *σκιαγραφητός (: σκιαγραφώ)]
- ① not outlined or silhouetted (ant σκιαγραφημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκίαστος -η -ο [askíastos] Ε5 : που δεν έχει σκιά, που δεν είναι σκιασμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἀσκίαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκίαστος, -η, -ο [ascíastos] (L)
- ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
- ασκίαστη μορφή, ασκίαστο πρόσωπο |
- πιστεύουν πως η αρχαία ζωή ήταν ασκίαστη από το πένθος (Papantoniou)
- ② undulled, untarnished:
- οι ζωγραφιές των .. Mαυροκορδάτων έμειναν ζωηρές, .. ακατάλυτες, ασκίαστες, αθάνατες (Papatsonis) |
- εξακολουθούν και σήμερα .. να είναι μια ασκίαστη δόξα (Thrylos)
[fr kath ασκίαστος ← MG (12th c.) ← LK, cpd w. σκιαστός (: σκιάζω); cf Somavera άσκιαστος]
- ① not distressed, undisturbed, not darkened, unclouded (ant σκοτεινιασμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκιαχτα [áscjaxta] adv, region. (Crete, Pelop)
- without fear, fearlessly, boldly (syn άφοβα):
- προχωρεί ~
[der of άσκιαχτος]
- without fear, fearlessly, boldly (syn άφοβα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσκιαχτος -η -ο [áskaxtos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν είναι φοβισμένος, σκιαγμένος.
[α- 1 σκιακ- (σκιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκιαχτος, -η, -ο [áscjaxtos]
- fearless, bold (syn ατρόμητος, άφοβος):
- άσκιαχτο παλληκάρι |
- poem τότε ο τρανός Διομήδης ~απηλογιά του δίνει (Homer Il 5.286 Kaz-Kakr)
[cpd w. *σκιαχτός (: σκιάζω); cf ασκίαστος]
- fearless, bold (syn ατρόμητος, άφοβος):