Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκέρι το [askéri] Ο44 : 1.(παρωχ.) τμήμα στρατού. 2. (οικ.) όχλος, συρφετός. || (ειρ.) πολυμελής ομάδα ή οικογένεια: Πλάκωσε τ΄ ~.
[τουρκ. asker -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκέρι το· ασκέριν.
-
- Στράτευμα:
- (Λεηλ. Παροικ. 12).
[<τουρκ. asker. H λ. και σήμ.]
- Στράτευμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκέρι [ascéri] το,
- ① armed force, army (syn στράτευμα L, στρατός, φουσάτο):
- δυνατό, τρομερό ~ |
- συνάζω ~ raise an army |
- έκανε ~ he served in the army (syn phr έκανε [στο] στρατό) |
- στέλνει παντού ασκέρια και πολεμοφόδια εις τις θέσεις τις αναγκαίες (Makryg) |
- τ' ανίκητα ασκέρια του παντισάχ νικήθηκαν παντού απ' τους Pωμιούς (Karagatsis) |
- τέτοια ασκέρια δεν είναι ικανά να βλάψουν τακτικό στρατό (ChZalokostas) |
- τους μιλούσε για τη ματαιότητα του κόσμου .. και την παλληκαροσύνη του ασκεριού (Prevelakis) |
- folks. κι αποβραδύς αρχίσανε, τ' ασκέρια πολεμούνε (DPetrop)
- ② multitude, mob (syn μπουλούκι, L όχλος, πλήθος):
- ήρθε πολύ ~ |
- την κοινωνία .. τη θεωρούσε ένα ανοργάνωτο ~ |
- ο τόπος έχει κάπου δεκαεφτά χιλιάδες ψυχές· τρέχα να πείσεις όλο τούτο το ~ να φυτέψει από 'να δέντρο (Manglis) |
- poem .. κανένας απ' το ~δεν έρχεται | των πιστών του σαν άλλοτε λειτουργιά ναν του κάνει (Skipis)
- ⓐ company (syn συντροφιά, παρέα):
- πάει να σμίξει τ' ~του
- ⓑ large family:
- ο οικογενειάρχης ετοιμάζει το ~του για το μεσονυκτικό ξεκίνημα προς τη λειτουργία των Xριστουγέννων (Papatsonis, adapted)
[fr postmed ασκέρι(ν) ← Turk asker ← Arab 'asker]
- ① armed force, army (syn στράτευμα L, στρατός, φουσάτο):