Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασκέπαστος, επίθ.· ανασκέπαστος.
-
- 1) Που δεν έχει σκεπή, στέγη:
- (Hagia Sophia ω 50915).
- 2) Που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του:
- (Λίβ. Esc. 1030).
[μτγν. επίθ. ασκέπαστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει σκεπή, στέγη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκέπαστος -η -ο [asképastos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν σκεπάσει ή που δεν είναι σκεπασμένος με σκέπασμα: Άφησε το μωρό ασκέπαστο / έμεινε ~ και κρύωσε, ξεσκέπαστος. 2. που δεν του έβαλαν στέγη: Tο σπίτι είναι ακόμα ασκέπαστο.
[ελνστ. ἀσκέπαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκέπαστος, -η, -ο [ascépastos]
- ① having no cover or lid, uncovered, open (syn ακάλυπτος 1, ανοιχτός 2, άσκεπος 1, ξεσκέπαστος, ξέσκεπος):
- κοιμάται ~ |
- ασκέπαστη κατσαρόλα |
- ασκέπαστο πηγάδι, πιθάρι, σταμνί |
- poem ρίξε στο ασκέπαστο το φως το πράσινο κρυστάλλι (Palam)
- ⓐ having no roof, roofless, uncovered, open (syn ακάλυπτος 1c, απροστάτευτος 1, άσκεπος 1b, αστέγαστος 1):
- ασκέπαστη αυλή |
- ασκέπαστο κτίριο |
- σύνολο από μεγάλα οικοδομήματα χωριστά, αλλά και ασκέπαστους χώρους, αυλές, γυμναστήρια κλ (Papanoutsos) |
- μένεις ασάλευτος ώρες σ' ασκέπαστο τόπο (Petsalis)
- ② uncovered, unprotected (syn απροστάτευτος 1, αφύλαχτος):
- [το δεντράκι] το 'γερνε ο αέρας, να σκεπάσει ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι, που θα το 'καιγε ο ήλιος ασκέπαστο (Valmas)
- ⓑ uncovered, bare (syn ακάλυπτος 1b, άσκεπος 2, γυμνός, ξεσκέπαστος):
- ασκέπαστο μέτωπο, πρόσωπο, χέρι |
- ασκέπαστο κεφάλι (syn ξεσκούφωτο κεφάλι) |
- το περιτόναιο σχηματίζει δεξιά και αριστερά από τη μήτρα, αφήνοντας ασκέπαστα τα χείλη της, μιαν αναδίπλωση (Louros) |
- φορούσε ένα πράσινο μπλουζάκι, που άφηνε ασκέπαστο το στήθος της (Prevelakis) |
- τα χοντρά γόνατά του μέναν ασκέπαστα (Tsirkas)
- ③ fig unconcealed, unveiled, forthright (near-syn ακάλυπτος 4, ανοιχτός 7, φανερός):
- όλη μου η ποίηση .. δείχνεται ασκέπαστη σε όλα μου τα ποιητικά σε βιβλία παρουσιάσματα (Palam) |
- πρέπει κανείς να ξέρει να ξεχωρίζει τους πρόστυχους πορνογράφους από τα στρογγυλά και τ' ασκέπαστα λόγια των Aριστοφάνηδων (id.)
[fr postmed, MG ασκέπαστος ← LK (also pap), cpd w. σκεπαστός (: σκεπάζω)]
- ① having no cover or lid, uncovered, open (syn ακάλυπτος 1, ανοιχτός 2, άσκεπος 1, ξεσκέπαστος, ξέσκεπος):