Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασιδέρωτος -η -ο [asiδérotos] Ε5 : που δεν τον έχουν σιδερώσει, που δεν είναι σιδερωμένος: Έχω ένα σωρό ασιδέρωτα ρούχα. Tο παντελόνι σου είναι ασιδέρωτο. || που δεν είναι καλά σιδερωμένος. || (προφ.): Bγήκε ~, με ασιδέρωτα ρούχα.
[α- 1 σιδερώ(νω) -τος (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀσιδήρωτος `που δεν είναι ενισχυμένος με σίδερο΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασιδέρωτος, -η, -ο [asi∂érotos]
- ① unironed, unpressed (near-syn τσαλακωμένος, ant σιδερωμένος):
- ~γιακάς |
- ασιδέρωτη κουρτίνα |
- ασιδέρωτα παντελόνια, πουκάμισα, φορέματα |
- η στολή του, με ξηλωμένες τσέπες, λερή και ασιδέρωτη, δεν παραλλάζει από πατσαβούρα (AKotzias)
- ② fig uncombed or unshaved, slovenly, unkempt, ungroomed:
- ασιδέρωτη φάτσα |
- ασιδέρωτο μούτρο, πρόσωπο
[fr MG ασιδήρωτος 'not strengthened w. iron']
- ① unironed, unpressed (near-syn τσαλακωμένος, ant σιδερωμένος):