Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασιατικός -ή -ό [asiatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aσιάτες ή στην Aσία ή που προέρχεται από αυτήν: ~ πολιτισμός. ~ ελέφαντας. Aσιατική ήπειρος, η Aσία. Aσιατικά κράτη. Aσιατική γρίπη, μορφή γρίπης που πρωτοεμφανίστηκε στην Aσία.
[λόγ. < ελνστ. Ἀσιατικός (< αρχ. Ἀσιάτης < Ἀσία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασιατικός, -ή, -ό [asiatikós] (L)
- of or pertaining to Asia or to Asians, Asiatic, Asian (syn ασιανός):
- ~λαός, πολιτισμός, ρινόκερος |
- ασιατική θρησκεία, σκέψη, χλιδή |
- ασιατικό κράτος, ύφος |
- ασιατικά χαρακτηριστικά προσώπου |
- ασιατικό σύστημα παραγωγής |
- μεγαλοπρέπεια ασιατικού τύπου |
- ασιατική γρίπη Asian influenza, flu |
- AG hist ασιατική Eλλάδα territories of Asia Minor inhabited by Greeks |
- το σιτάρι, το κριθάρι και τα περισσότερα φρούτα προέρχονται από τα ασιατικά οροπέδια (Evelpidis) |
- έφτασε στην Προύσα, όπου είχε δώσει εντολή να συγκεντρωθούν τα ασιατικά στρατεύματα (Vacalop) |
- ο ~ κομμουνισμός .. είναι χειραφετημένος από τη σοβιετική κηδεμονία (Christidis) |
- ο χριστιανισμός ξεκίνησε σαν καθαρά ασιατικό μυστικοπαθές και ασυγκράτητο κίνημα (Kasimatis)
[fr kath, ασιατικός ← K, der of Aσιάτης]
- of or pertaining to Asia or to Asians, Asiatic, Asian (syn ασιανός):