Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασθμαίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθμαίνω [asθméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) λαχανιάζω, συνήθ. για κπ. που τρέχει ή βιάζεται για να προλάβει κτ.: Έφτασε ασθμαίνοντας.

[λόγ. < αρχ. ἀσθμαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθμαίνω [asθméno] ipf άσθμαινα
  • ① fall short of breath, pant, puff, gasp (syn αγκομαχώ 1, ασκομαχώ, κοντανασαίνω, λαχανιάζω):
    • ανεβαίνει, ιδρωκοπά, στέκει, τρέχει ασθμαίνοντας |
    • περνάει ένα μικρό τοπικό τρένο ασθμαίνοντας κωμικά (Ouranis) |
    • ο ταύρος, που στο αναμεταξύ είχε χάσει αρκετό αίμα, άσθμαινε δυνατά (id.) |
    • poem .. ασθμαίνουν | στις τροπικές τις λάβρες του καλοκαιριού κλ (Papatsonis)
  • ② fig η επιστήμη ασθμαίνει ακολουθώντας τα ίχνη των θεών (Athanasiadis-N):
    • [οι Aλεξαντρινοί] ασθμαίνουν κάτω από τη δεσποτεία του ενός και μόνου θέματος (Chatzinis) |
    • προχωρεί με πήδους Tιτάνα από έννοια σε έννοια, .. τόσο που .. ασθμαίνεις για να τον παρακολουθήσεις (Papatsonis)

[fr kath ασθμαίνω ← K, AG, der of ἂσθμα (Iliad)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθμαίνων, -ουσα, -ον [asθménon] (L)
  • ① panting, gasping, falling short of breath (syn λαχανιάζοντας, λαχανιασμένος):
    • στην αρένα δεν έβλεπε κανείς πια παρά τα πτώματα των ξεκοιλιασμένων αλόγων και τον ασθμαίνοντα ταύρο (Ouranis) |
    • γυρίζω πίσω ασθμαίνουσα για την παράσταση, τους βρίσκω όλους εκεί (Stratou) |
    • μια ασθμαίνουσα ικανοποίηση κυριαρχούσε παντού (ASchinas)
  • ② fig fast-moving, breathless, breathtaking, frantic:
    • η ασθμαίνουσα εποχή μας |
    • στο κέντρο της κατάκοπης, ασθμαίνουσας πολιτείας μπορείς ν' ακούσεις τον αληθινό παλμό της ζωής (Chatzinis, adapted)

[fr kath ασθμαίνων ← AG, prp of ἀσθμαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες