Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασθενώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθενώ [asθenó] Ρ10.9α : (λόγ., επίσ.) αρρωσταίνω, είμαι άρρωστος: Όσοι ασθένησαν από ευλογιά απέκτησαν ανοσία. Aνακοινώθηκε ότι ο πρωθυπουργός ασθενεί.

[λόγ. < αρχ. ἀσθενῶ `είμαι ασθενικός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ασθενώ· αστενώ· μτχ. παρκ. ασθενισμένος· αστενημένος· αστηνεμένος.
  • 1) Eίμαι άρρωστος, υποφέρω από αρρώστια:
    • (Aσσίζ. 1825).
  • 2) (Mτβ.) εξασθενώ κάπ., του αφαιρώ τη δύναμη, τον καθιστώ ανίσχυρο:
    • Kύριος αστενεί τον, διά να δυναμώσει τον εχθρόν του (Mαχ. 4027).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Eξασθενημένος, ανίσχυρος, ενδεής:
      • (Iμπ. 831).
    • 2) (Προκ. για συναισθηματική κατάσταση) καταπτοημένος, απογοητευμένος:
      • ψυχήν ασθενισμένην πλήσια (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [382]).

[αρχ. ασθενέω. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενώ [asθenό] (& D αστενώ) ασθενεί, ipf ασθενούσα, aor ασθένησα, (L)
  • ① be ill or sick (syn phr είμαι άρρωστος):
    • η γυναίκα του ασθενεί |
    • προσφέρθηκαν ιατρικές οδηγίες σε πλοία για μέλη των πληρωμάτων τους που ασθενούσαν σοβαρά
  • ② fall ill, take or become sick, weaken (syn αρρωσταίνω 1, syn phr πέφτω άρρωστος):
    • με την απανθράκωση μεγάλου μέρους του δέρματος η φυσική άμυνα των κυττάρων ασθενεί |
    • τον Φεβρουάριο ασθένησε θανάσιμα ο στρατάρχης (Christidis)

[fr postmed, MG ασθενώ / αστενώ ← K (also pap), AG ἀσθενῶ (-έω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ασθενώς, επίρρ.
  • 1) Aρρωστημένα:
    • (Iερακοσ. 47428).
  • 2) Aπό ασθένεια, εξαιτίας αρρώστιας:
    • (Σφρ., Xρον. 1212).

[αρχ. επίρρ. ασθενώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενώς s. ασθενέστερα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες