Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασθενικός, επίθ.
-
- (Προκ. για καιρό) που προκαλεί αρρώστιες:
- (Ωροσκ. 4518).
[αρχ. επίθ. ασθενικός. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για καιρό) που προκαλεί αρρώστιες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασθενικός -ή -ό [asθenikós] Ε1 : 1α.που έχει πολύ ευαίσθητη υγεία και μειωμένη αντοχή· φιλάσθενος: Aδύνατο και ασθενικό παιδί. || Έχει ασθενική καρδιά, αδύνατη. β. για κτ. που έχει μειωμένη ένταση, που χαρακτηρίζει έναν ασθενικό άνθρωπο: H φωνή του, πολύ ασθενική, σχεδόν δεν ακουγόταν, αδύναμη. 2. (για φυτό) που δεν έχει καλή ανάπτυξη: Ένα ασθενικό δεντράκι.
[λόγ. < αρχ. ἀσθενικός (στη σημ. 1β)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενικός1 [asθenikós] ο, (L) (& D αστενικός)
- :
- αφού έλειψαν από τη μέση οι ασθενικοί, όλοι οι υπόλοιποι έμοιαζαν να μένουν .. στάσιμοι σε ένα ορισμένο σημείο πείνας κι αδυναμίας (Roufos)
[substantiv. m of ασθενικός2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενικός2, -ή, -ό [asθenikós] (L) (& D αστενικός, -ιά, -ό)
- ① weak, faint, feeble (syn ασθενής2 1):
- ~αντίλαλος, ήχος, στεναγμός |
- ασθενική βροχή, μνήμη, πίστη |
- ασθενικές ανταύγειες |
- ασθενικά φώτα |
- αστενικά όστρια |
- προβάλλει ασθενική αντίσταση |
- ο ασθενικότερος μυϊκός τόνος και η μεγαλύτερη ελαστικότητα των συνδέσμων κάνει τις γυναίκες πιο ευκίνητες |
- πολλά από τα υπόλοιπα κάστρα του Mοριά φαίνονται σαν ασθενικά λείψανα των περασμένων (Panagiotop) |
- ετοιμάζονται οι κουκουέδες να διώξουν τις ασθενικές φρουρές χωροφυλάκων από το ταχυδρομείο κλ (ChZalokostas) |
- ένας αστενικός ήλιος καθρεφτιζότανε στο παχύ χιόνι (ADoxas)
- ② prone to sickness, sickly, frail, unhealthy (syn αρρωστιάρης2 1, καχεκτικός, φιλάσθενος):
- ασθενική κράση, όψη, υγεία |
- ασθενική ανεμώνα, κληματαριά |
- είδε πόσο ταραγμένος και ~από την κακοπάθεια ήμουνα (Myriv) |
- ο θεσμός, που εφαρμόζανε .. στα πολύ ασθενικά ή σακάτικα παιδιά, τους έκανε τρομερή εντύπωση (Delmouzos) |
- μια γριά, η πιο ασθενικιά του μέρους, μαζεύει χόρτα (ChZalokostas) |
- είχε την άδεια ένας καλόγερος αστενικός να φάει κρέας (Papatsonis)
- ③ causing sickness, unhealthy, noxious, insalubrious (syn L ασθενογόνος, νοσηρός, νοσογόνος, near-syn ανθυγιεινός):
- ασθενικές ραδιενέργειες |
- σ' ένα χώρο, όπου βρίσκονται καπνίζοντες και μη, η συγκέντρωση της νικοτίνης είναι δέκα φορές πιο ασθενική σ' αυτούς που δεν καπνίζουν
[fr postmed (Somavera), MG ασθενικός ← K, AG (Aristotle +)]
- ① weak, faint, feeble (syn ασθενής2 1):