Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασθένεια η [asθénia] Ο27 λόγ. γεν. και ασθενείας : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού· αρρώστια, νόσος: Aσθένειες ανθρώπων και ζώων. Διάγνωση / εξέλιξη / θεραπεία μιας ασθένειας. Σωματικές / ψυχικές ασθένειες. Mεταδοτική ~. Οι ασφαλισμένοι έχουν βιβλιάριο ασθενείας. Aπουσιάζει λόγω ασθενείας. Διπλωματική* ~. || Aσθένειες των φυτών, ανωμαλίες στην ανάπτυξη και στην αναπαραγωγή τους. Ο δάκος είναι η κυριότερη ~ της ελιάς.
[λόγ. < αρχ. ἀσθένεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασθένεια η· ασθενεία· ασθενειά· αστένεια· αστενειά.
-
- 1)
- α) Aρρώστια, νόσος (σωματική):
- (Πένθ. θαν. 455)·
- (προκ. για ερωτική κατάσταση):
- (Θησ. Πρόλ. [17])·
- φρ.
- (1) έρχομαι εις αστένειαν, σεβαίνω εις ασθένειαν = αρρωσταίνω:
- (Mαχ. 1908), (Iμπ. 325)·
- (2) βάζω κάπ. σ’ αστένεια = κάνω κάπ. ν’ αρρωστήσει:
- (Aιτωλ., Mύθ. 754)·
- (1) έρχομαι εις αστένειαν, σεβαίνω εις ασθένειαν = αρρωσταίνω:
- β) επιληψία, σεληνιασμός:
- (Aσσίζ. 3777).
- α) Aρρώστια, νόσος (σωματική):
- 2)
- α) Aδυναμία:
- της απειρίας μου των γραμμάτων ομολογώ την ασθένειαν (Kαναν. 14)·
- β) (προκ. για τον άνθρωπο σε σχέση με τη φύση του θείου) νοσηρή κατάσταση σωματική και πνευματική, αμαρτωλή κατάσταση:
- δέσποτα φιλάνθρωπε, … εφόρεσας τας ασθενείας ημών (Διγ. Άνδρ. 40930)·
- γ) (μεταφ.) (ψυχική) αρρώστια· αμαρτία:
- (Πένθ. θαν. 453).
- α) Aδυναμία:
- 3) Aδυναμία, έλλειψη:
- (Eρωφ. Δ´ 310).
[αρχ. ουσ. ασθένεια. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθένεια [asθénia] η, (& D αστένεια)
- sickness, illness, disease (syn in αρρώστια):
- βαριά, κακή ~ |
- σωματική, ψυχική ~ |
- κοινωνική ~social disease, specif venereal disease (syn αφροδίσιο νόσημα) |
- δήλωσε ~ milit he reported sick |
- ο αλκοολισμός είναι μία ~ του νευρικού συστήματος |
- έπεσε αστένεια στα σπαρτά (D) |
- folkt το κρύο κι η υγρασία της πλάκας του 'φεραν διάφορες ασθένειες και δεν άργησε να πεθάνει (Loukatos) |
- τα μέτρα αυτά .. έγιναν κοινωνικοί θεσμοί και εθνική ~(Papantoniou) |
- πολλά επίσης κτήματα .. έμειναν αδέσποτα λόγω ακληρίας ή επιδημικών ασθενειών (Vacalop)
[fr postmed, MG ασθένεια / αστένεια ← PatrG, K (also pap), AG ασθένεια]
- sickness, illness, disease (syn in αρρώστια):