Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασημόχαρτο το [asimóxarto] Ο41 : χαρτί που μοιάζει με πολύ λεπτό φύλλο ασημιού και που χρησιμοποιείται στη διακόσμηση ή ως χαρτί περιτυλίγματος.
[ασημο- + χαρτ(ί) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημόχαρτο [asimόxarto] το,
- silver foil or silvery paper; aluminum foil, tinfoil (syn in αργυρόχαρτο):
- ~τσιγάρων |
- σου τη φέρνουν [την πατάτα] τυλιγμένη με ~ (Karantonis) |
- της έφτιαξε με καρτόνι κι ασημόχαρτα όπλα, περικεφαλαία κλ (Moatsou)
[cpd w. χαρτί]
- silver foil or silvery paper; aluminum foil, tinfoil (syn in αργυρόχαρτο):