Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημοκαπνισμένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασημοκαπνισμένος -η -ο [asimokapnizménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) επαργυρωμένος.

[ασημο- + καπνισμένος μππ. του καπνίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημοκαπνισμένος, -η, -ο [asimokapnizménos]
  • ① covered w. a thin layer of silver, silver-plated, silvered (syn ασημοντυμένος, ασημωμένος 1, ασημωτός 1, Lεπαργυρωμένος):
    • ~σταυρός |
    • ασημοκαπνισμένο καλαμάρι, πιστόλι |
    • ασημοκαπνισμένα άρματα |
    • μου δείχνουν παλιά τζοβαΐρια, κυρτά γιαταγάνια ασημοκαπνισμένα (Ouranis) |
    • η κυρία E. .. έμοιαζε με ασημοκαπνισμένο εικόνισμα (KPolitis) |
    • ψείρες ανεβοκατέβαιναν στα ασημοκαπνισμένα σιρίτια (Petsalis)
  • ② fig covered w. a silvery color, silver-colored (syn ασημοκάπνιστος, ασημωμένος 2, ασημωτός 2):
    • ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα |
    • αν σκύψεις κομμάτι στ' αριστερά, βλέπεις και την Προποντίδα ασημοκαπνισμένη (Petsalis)

[ppp of ασημοκαπνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες