Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασημικό το [asimikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : σκεύος ή διακοσμητικό αντικείμενο από ασήμι: Στο σπίτι της έχει πολλά ασημικά. Mου χάρισε ένα πολύ ωραίο ~. || (προφ., εν.) σύνολο από ασημένια αντικείμενα: Nα δεις τι ~ έχει!
[μσν. ασημικό < ασήμ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημικό [asimikό] το, usu pl ασημικά τα,
- silver ornament or artifact (syn ασήμι 2, ασημουργικά):
- βαριά, πολύτιμα ασημικά |
- ασημικά της τραπεζαρίας silverware (syn αρζαντερί) |
- τ' ασημικά του σπιτιού κρύφτηκαν σε ασφαλισμένο μέρος (Kazantz) |
- έχουν αρπάξει μια εκκλησιά και προσπαθούνε να πουλήσουν τ' ασημικά της (ADoxas) |
- άρχισε να διαλέγει ό,τι .. του χρειαζόταν από ~, για να γίνει μια λειψανοθήκη (Petsalis) |
- στο λίγο φως φαίνονταν οι τοίχοι· γεμάτοι ~ και .. κάντρα (Venezis)
[substantiv. n of postmed (Somavera), MG (Du Cange) ασημικός, der of ασήμιν]
- silver ornament or artifact (syn ασήμι 2, ασημουργικά):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασημικόν το.
-
- Σκεύη ή κοσμήματα ασημένια:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 176r).
[<ουσ. ασήμι + κατάλ. ‑ικόν. Η λ. (‑ό) στο Meursius (λ. ασήμιν) και σήμ.]
- Σκεύη ή κοσμήματα ασημένια: