Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημένιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ασημένιος, επίθ.· ασημένος.
  • 1) Που είναι κατασκευασμένος από ασήμι:
    • κούπες … ασημένιες (Διήγ. ωραιότ. 681).
  • 2) (Προκ. για μέλη του σώματος) που έχει χρώμα ασημιού, λευκός, ωραίος:
    • (Eρωφ. A´ 619).

[<ουσ. ασήμι + κατάλ. ένιος. O τ. στο Meursius (ασι‑) και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 14. αι. (LBG), στο Βλάχ. (ασι‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασημένιος -α -ο [asiménos] Ε4 : 1.για κτ. που είναι κατασκευασμένο από ασήμι: Aσημένια μαχαιροπίρουνα / κοσμήματα / νομίσματα. 2. που έχει το χρώμα του ασημιού, που είναι ασημής: Aσημένια μαλλιά, λευκά και στιλπνά.

[ασήμ(ι) -ένιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημένιος, -α, -ο [asiménjos]
  • ① (made of) silver (syn in αργυρός 1a):
    • ~δίσκος, καθρέφτης, σουγιάς, σταυρός |
    • ασημένια αλυσίδα, δραχμή, κλωστή, κούπα, λόγχη, σφυρίχτρα |
    • ασημένιο κόσμημα, πιάτο, σερβίτσιο |
    • γυαλιά με ασημένιο σκελετό |
    • το είχα τάμα στον Προφήτη Hλία, αν γιάνει το χέρι μου, .. να του το κρεμάσω ασημένιο στην εικόνα του (Drosinis) |
    • κρατούσε ένα πολύτιμο βαρύ μπαστούνι με ασημένιο χέρι (Theotokas) |
    • έχυνε νερό στο μουσαφίρη με χρυσό λαγήνι σε ασημένια λεκάνη (Saratsis) |
    • folks. .. τ' ασημένια χαϊμαλιά τα 'χω προσκεφαλάδες (DPetrop) |
    • poem τις κολόνες τις έκαμε ασημένιες, | τ' ακουμπιστήρια του μαλαματένια (Seferis AA transl)
  • ⓐ having the luster or appearance of silver, silvery, silver (syn in αργυρός 1b):
    • ~κύκνος, ουρανός |
    • ασημένια βροχή, ελιά, θάλασσα, πάχνη, χαραυγή |
    • ασημένιες ανταύγειες, σκιές |
    • ασημένιο ποτάμι, φεγγάρι, φως |
    • ασημένια φύλλα |
    • ασημένια γένια, γηρατειά, μαλλιά, νερά |
    • είδα τα άσπρα άλογα του Ποσειδώνα να τινάζουν τις ασημένιες χαίτες τους (Myriv) |
    • η πέρκα του γλυκού νερού είναι ένα ψάρι ασημένιο (Potamianos) |
    • άφησε ένα χαμόγελο να λάμψει στ' ασημένια του χείλη (Sardelis)
  • ② sounding like silver, clear and ringing, silvery (syn in αργυρός 2):
    • το περβόλι όλο αντήχησε από το ασημένιο, .. το θριαμβευτικό της γέλιο (Xenop) |
    • ο φύλακας του μουσείου χτύπησε την καμπάνα· .. βγήκε ήχος ~εξαίσιος (Venezis)
  • ③ having the quality or value of silver, precious (syn αργυρός 3):
    • είχε τώρα μια γυναίκα .. κι ένα παιδάκι ασημένιο μέσα στο λίκνο (Spandonidis) |
    • poem .. μπορούσε να χαρίσει στο κουρασμένο μυαλό τον ασημένιον ύπνο (Metsolis)

[fr postmed, MG ασημένιος, der of ασήμιν w. suff -έινος ← -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες